Βία μεταξύ κοινωνικών ομάδων
Γράφει: Δημήτρης Σεφεριάδης   


vio1.jpgΌπως εξηγεί ο κ. Δημήτρης Σεφεριάδης, Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπευτής και Υπεύθυνος του Κέντρου Ψυχολογίας και Ψυχοθεραπείας, για να κατανοήσουμε αυτό το φαινόμενο θα πρέπει να ερευνήσουμε την ψυχολογία των ομάδων. «Τα μέλη μιας ομάδας (κοινότητα, μειονότητα, έθνος) δομούν την κοινωνική τους ταυτότητα και στη συνέχεια ολοκληρώνονται ως άτομα, υπερτονίζοντας τις διαφορές των ομάδων και ταυτόχρονα τονίζοντας τις ομοιότητες μεταξύ των μελών των άλλων ομάδων (π.χ. οι μετανάστες είναι όλοι ίδιοι). Δημιουργείται δηλαδή μια προκατάληψη», εξηγεί ο κ. Σεφεριάδης και συμπληρώνει: «Παράλληλα, σχηματίζεται η εντύπωση ότι τα άτομα που ανήκουν σε άλλες ομάδες δεν είναι μόνο διακριτά και χωρίς προσωπική ταυτότητα, αλλά και υποβαθμισμένης αξίας, δηλαδή τα μέλη μιας ομάδας έχουν την τάση να αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους θετικά και θεωρούν ότι τα άτομα που ανήκουν σε άλλες ομάδες έχουν αρνητικά χαρακτηριστικά».

Όπως τονίζει ο ίδιος, μια έρευνα που έγινε για να κατανοηθεί το επίπεδο της εγκληματικότητας μιας ομάδας νέων κατοίκων έδειξε την κατάσταση που δημιουργείται σε μια παλιά συνοικία ανάμεσα στους κατοίκους που έμεναν πολύ καιρό, οι οποίοι ήταν περήφανοι για τον πολιτισμό τους, τις κοινές μνήμες και αξίες και τους νέους, οι οποίοι επίσης ανήκαν στην ίδια τάξη και εγκαταστάθηκαν κοντά τους. «Παρατηρήθηκε το φαινόμενο οι παλιοί κάτοικοι να θεωρούν την γειτνίαση με τους νέους ως απειλητική, εξευτελιστική και οι νεοαφιχθέντες να υφίστανται διακρίσεις, δυσφήμηση και κοινωνικό αποκλεισμό, πράγμα που τους προσέβαλλε και επηρέαζε αρνητικά τη συμπεριφορά τους. Ένας από τους λόγους που οι κοινωνικές ομάδες συγκροτούνται, αφορά περιπτώσεις που υπόκεινται στην ίδια μοίρα», δηλώνει ο κ. Σεφεριάδης, ο οποίος διευκρινίζει ότι σύμφωνα με τα παραπάνω διαπιστώνουμε τρεις μορφές βίας:

· Την βία που έχει ως κίνητρο τη διεκδίκηση και η οποία αφορά, συνήθως, αντίδραση στον κίνδυνο που εισπράττει κάποιος ενάντια στην ταυτότητά του, στην τιμή του, στην επιβεβαίωση της δύναμης ή της εξουσίας του.

· Την ανταποδοτική βία, που κίνητρό της είναι η εκδίκηση, δηλαδή μια αντίδραση σε πραγματική ή φαντασιωσική πρόκληση, σε διωγμό, σε επιθετικότητα. Αυτός ο τύπος βίας αφορά την ανταπόδοση, τη βεντέτα και το ξεκαθάρισμα λογαριασμών.

· Την ληστρική βία, που έχει ως πρωταρχικό σκοπό την απόκτηση υλικών αγαθών και η οποία είναι από τις παλαιότερες και πιο πρωτόγονες μορφές βίας.

Όπως εξηγεί ο ίδιος, οι βίαιοι παραπτωματικοί άνθρωποι έχουν δημιουργήσει μια ταυτότητα με την οποία διεκδικούν σταθερά την υπόστασή τους. «Όταν οι άλλοι διεκδικούν τη δική τους διαφορετική υπόσταση, αυτό βιώνεται από τα βίαια άτομα ως απειλή απώλειας των στηριγμάτων τους, της πανοπλίας που τα προστατεύει. Τη δική τους αίσθηση αδυναμίας την προβάλλουν στους άλλους και νιώθουν ότι θα πρέπει να τους καταστρέψουν, γιατί η αδυναμία δεν τους είναι ανεκτή. Με αυτόν τον τρόπο καταφέρνουν να νιώσουν παντοδύναμοι, να καλύψουν ψυχικά τραύματα και ρωγμές, αλλά και να αντιμετωπίσουν τη σκληρή πραγματικότητα. Η επιθετική συμπεριφορά συχνά έχει να κάνει με την ανεπαρκή αίσθηση του εαυτού και ως μια προσπάθεια να ελεγχθεί το άγχος, η κατάθλιψη και άλλα επώδυνα συναισθήματα μέσα από τη βίαιη δράση.

Μπορεί σε έναν εξωτερικό παρατηρητή αυτή η δράση να φαντάζει πρωτόγονη, αλλά σχετίζεται στενά με την ανακούφιση από τον ψυχικό πόνο του δράστη».

Είναι γνωστό -δηλώνει ο κ. Σεφεριάδης- ότι οι άσχημες συνθήκες ζωής, η φτώχεια, η κακομεταχείριση, η ανέχεια, αυξάνουν ανάλογα την επιθετικότητα, τη βία και την παραπτωματικότητα. Τα μειονοτικά άτομα έχουν λιγότερες ευκαιρίες για επαγγελματική καταξίωση, για οικονομική ευμάρεια και ταυτόχρονα έχουν να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της προσαρμογής και την επιθετικότητα των παλιών κατοίκων. 

«Η εγκληματικότητα αυξάνει κατά μέσο όρο 10% κάθε χρόνο στην Ευρώπη και στην Αμερική. Οι αλλαγές που συντελούνται, δείχνουν μια δυναμική διαδικασία κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών και πολιτισμικών αλλαγών. Δημιουργούνται νέες ομάδες κοινωνικού αποκλεισμού, όπως οι μετανάστες.

Από έρευνες φαίνεται ότι η πρώτη γενιά των μεταναστών έχει ανάγκη να διατηρήσει την προηγούμενη εθνολογική ταυτότητα και η δεύτερη γενιά επιζητά την αφομοίωση με τον παλιό πληθυσμό. Δεν μπορεί να γίνει το δεύτερο χωρίς να περάσουμε από τη διαδικασία του πρώτου», καταλήγει ο ίδιος.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Αυριανή 23/3/08 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΕΦΕΡΙΑΔΗΣ
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ-ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ
Επιστημονικός Υπεύθυνος του Κέντρου Ψυχολογίας και Ψυχοθεραπείας