Θεραπεία ζεύγους ΙΙ
Γράφει: Δημήτρης Σεφεριάδης   

     Ο γάμος σε ένα πολύ σημαντικό βαθμό δεν είναι παρά η αναδημιουργία του αρχικού δεσμού με τη μητέρα και αργότερα με τον πατέρα. Όταν παντρευόμαστε δηλαδή, διαλέγουμε ασυ­νείδητα ένα πρόσωπο με το οποίο επιθυμούμε να αναδημιουρ­γήσουμε τον αρχικό μας δεσμό με τη μητέρα και τον πατέρα, είτε όπως ήταν στην πραγματικότητα είτε ‘όπως θα θέλαμε να ήταν.  Αν  υπήρξαν προβλήματα, ασυνείδητα διαλέγουμε έναν άνθρωπο τέτοιο ώστε να ξαναδημιουργηθούν τα ίδια προβλήματα, προσδοκώντας μάταια ότι αυτή τη φορά θα τα λύσουμε. Ισχύει δηλαδή αυτό που ο Freud ονόμασε «κα­ταναγκασμό της επανάληψης». Κομμάτια της παλιάς σχέσης, μέσω των μνημονικών ιχνών που καταγράφονται στο ασυνείδητο λειτουργικό σύστημα, δημιουργούν πλευρές της προσωπικότητας μας τα οποία είναι πια δικά μας και προβάλλονται στον σύζυγο μόλις παντρευτούμε. Σε κάθε στενό δεσμό, αλλά ιδιαίτερα στον συ­ζυγικό, ο ένας μεταφέρει στον άλλο, μέσω αμοιβαίων προβο­λών, κομμάτια της ψυχολογίας του άλλου. Αυτό δημιουργεί ένα σύστημα επανατροφοδότησης, το οποίο επηρεάζει συνεχώς και κυκλικά τη συμπεριφορά μεταξύ των συζύγων, έτσι ώστε η τελική συμπεριφορά καθενός δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της ατομικής του ψυχολογίας αλλά και της συνεχούς αλληλεπίδρασης.

Θα απλοποιήσω με ένα παράδειγμα: Ας πούμε ότι η μητέ­ρα μου δεν ήταν καλή μαζί μου και εγώ ασυνείδητα κουβαλώ μέσα μου την ιδέα ότι όλες οι γυναίκες είναι κακές  και δεν πρέπει να τις εμπιστεύομαι. Όταν παντρευτώ, ασυνείδητα αρχίζω να θεωρώ ότι η γυναίκα μου είναι κακή και αρχίζω να παρεξηγώ κομμάτια από τη συμπεριφορά της ως κακά, ενώ για κάποιον άλλο ίσως δεν θα έδειχναν κακία. Αυτό επηρεάζει τη συμπεριφορά μου απέναντι της και της φέρομαι άσχημα. Όταν της φερθώ άσχημα πολλές φορές η γυναίκα μου αρχίζει να γίνεται επιθετική απέναντι μου, οπότε εγώ επιβεβαιώνομαι ότι πράγματι είναι κακή και τότε κλειδώνομαι σε μια συμπε­ριφορά από την οποία δεν μπορώ πλέον να βγω, μιας και κά­θε φορά καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα. Σε ένα φαύ­λο κύκλο. ( Ματθαίος Γιωσαφάτ )

Η ΕΚΛΟΓΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥ

Η εκλογή του συντρόφου, όταν είναι εκούσια και όχι αναγκαστική, επηρεάζεται από τέσσερις βασικούς παράγοντες:

α) Κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες: Κοινωνική τάξη, οικο­νομική κατάσταση (προίκα κτλ.), εθνικότητα, θρησκεία κ.ά.

β) Σωματική έλξη: Αυτό είναι ένα τεράστιο θέμα, που πρό­σφατα άρχισε να ερευνάται επιστημονικά. Γνωρίζουμε σήμερα ότι εκτός από την αισθητική της εξωτερικής εμφάνισης, παρά­γοντες όπως η οσμή, η αφή, ο τύπος της επιδερμίδας, η φωνή και γενικότερα ο τύπος επιμέρους χαρακτηριστικών παίζουν σπουδαιότατο ρόλο, συχνά ασυνείδητα.

γ) Προσωπικότητα: Στοιχεία όπως η μόρφωση, η διανοητι­κή ανάπτυξη, η ηλικία, ο χαρακτήρας, η ιδιοσυγκρασία, τα ι­δεολογικά πιστεύω, οι προτιμήσεις, οι διάφορες ενασχολήσεις, ο τύπος της συμπεριφοράς κ.ά.

δ) Ασυνείδητοι ψυχολογικοί παράγοντες: Αυτοί λειτουργούν ήδη και στη φυσική έλξη και στην προσωπικότητα και έχουν σχέση, όπως προαναφέρθηκε, με την ασυνείδητη προσπάθεια αναδημιουργίας της ατμόσφαιρας και των σχέσεων που υπήρ­χαν στην αρχική μας οικογένεια. Όσο πιο ανώριμο και νευρωτι­κό είναι το άτομο, τόσο οι παράγοντες αυτοί παίζουν τον βα­σικό καθοριστικό ρόλο στην επιλογή του συντρόφου, ο οποίος είναι συνήθως επίσης ανώριμος ή νευρωτικός, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός δυσλειτουργικού γάμου.

Οι εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, ιδιαίτερα αν υπήρξαν δύ­σκολες και τραυματικές, απωθούνται στο ασυνείδητο και δη­μιουργούν ένα σύνολο επιθυμιών, φόβων, στόχων και αμυνών που ονομάζουμε ενδοβλήματα. Τα πρόσωπα των γονιών κυρίως αλλά και άλλα πρόσωπα του περιβάλλοντος ενδοβάλλονται μέσω ταύτισης είτε ολόκληρα είτε κάποια χαρακτηριστικά τους και δημιουργούν τα εσωτερικά μας πρόσωπα ή αντικεί­μενα . Ειδικότερα, η θεωρία των αντικείμενοτρόπων σχέσεων σε απλουστευμένη περίληψη διατείνεται ότι:

Το πρωταρχικό κίνητρο του ανθρώπου στη ζωή είναι η ανάγκη για μια ικανοποιητική διαπροσωπική σχέση και όχι η ικανοποίηση των σεξουαλικών ενστίκτων. Τα σεξουαλικά ένστικτα μπορούμε να τα εκφορτίζουμαι και εκτός σχέσεων – δεσμών.

Επειδή το νήπιο δεν μπορεί να αλλάξει ή να εγκαταλείψει τη μητέρα του όταν αυτή δεν το ικανοποιεί, (γιατί εκείνη την περίοδο λόγω έλλειψης εμπειριών αλλά και περιορισμένης ψυχονοητικής ανάπτυξης δεν έχει τη δυνατότητα να επεξεργαστεί τόσο δύσκολες συναισθηματικά καταστάσεις) ανα­γκάζεται να ενδοβάλλει (αφήνοντας ασυνείδητα μνημονικά ίχνη στους νευρώνες τα οποία στη συνέχεια λειτουργούν ως πλευρές της προσωπικότητας) τις δύσκολες, ματαιωτικές πλευρές της σχέσης τους. Αυτά τα εσωτερικευμένα αντικείμενα, τα ενδοβλήματα, αποτελούν ασυνείδητους ψυχολογικούς αντιπροσώπους του εξωτε­ρικού κόσμου. Για παράδειγμα, η μητέρα είναι καλή αλλά και κακή εξαιτίας της ματαίωσης πολλών επιθυ­μιών μας. Δεν μπορώ να τη διώξω, ούτε να την αλλάξω. Τότε ενδοβάλλω τις κακές πλευρές της, τις βάζω δηλα­δή στην αποθήκη του ασυνείδητου, ώστε να εξακολουθώ να θεωρώ τη μητέρα καλή γιατί αυτό έχω απόλυτη ανάγκη για να μπορέσω να επιζήσω. Διαφορετικά ο κόσμος στον οποίο έχω έρθει θα είναι εξαιρετικά απειλητικός και επικίνδυνος. Με απλά λόγια: Κλείνω τα μάτια μου στις κακές πλευρές της, τις οποίες απωθώ στο ασυνείδητο σαν ενδοβολές

Αυτά τα ενδοβλήματα σχηματίζουν τμήματα της προ­σωπικότητάς μας και υφίστανται διάφορες μεταλλαγές κατά την πορεία της ανάπτυξής μας. Καινούργια πρό­σωπα και εμπειρίες προσθέτουν ή αφαιρούν στοιχεία από τα αρχικά εσωτερικά αντικείμενα.

Τα αντικείμενα αυτά, επειδή έχουν επιθετικές επενδύ­σεις, δημιουργούν εσωτερικές συγκρούσεις ως αποτέλε­σμα των συγκρούσεων με τη μητέρα. Αργότερα ωθού­μαστε να δημιουργήσουμε καινούργιες στενές σχέσεις, όπως στον γάμο, προκειμένου να λύσουμε σε μια και­νούργια σχέση τις παλιές εσωτερικευμένες συγκρούσεις. Ταυτόχρονα, στο παράδειγμα που έχει αναφερθεί παραπάνω, χωρίς να το καταλαβαίνουμε συνειδητά, ω­θούμε τον άλλο, τον συζυγικό σύντροφο, να αλλάξει, για να ταιριάξει με το αντίστοιχο εσωτερικό αντικείμενο. Για παράδειγμα, αν έχω εσωτερικεύσει την εικόνα μιας  κακής, ματαιωτικής μητέρας, θα ωθήσω τη γυναίκα μου να φερθεί το ίδιο, ώστε να ταιριάξουν οι ψυχολογικές τους εικόνες. Όταν τις ταιριάξω, τότε αρχίζω τη σύγκρουση μαζί της, για να την κάνω να μου δώσει ό,τι μου στέ­ρησε η μητέρα. Γι’ αυτό η έγγαμη σχέση έχει και τε­ράστιες δυνατότητες θεραπείας των αρχικών μας τραυ­μάτων. Αν δηλαδή η γυναίκα μου έχει τη δυνατότητα να μου δώσει ό,τι μου στέρησε η μητέρα μου, η εσωτερική σύγκρουση, η οποία είχε οδηγήσει σε κατάθλιψη, βελ­τιώνεται και με αυτό τον τρόπο βελτιώνεται ή εξαφα­νίζεται και η κατάθλιψη.

Ο σύντροφος ή και τα παιδιά μας αλλά και άτομα σε κάθε είδους στενής σχέσης, (φίλοι συνάδελφοι), εξυπηρετούν αυτές τις ανάγκες μας, γίνονται δηλαδή σχήματα ή αποθήκες όπου προβάλλουμε ασυνείδητα τις ανάγκες μας, αλλά και ορισμένα χαρακτηριστικά μας που τα έχουμε αρνηθεί και απωθήσει στο ασυνείδητο. .Επιλέγουμε δηλαδή ο ένας τον άλλο προκειμένου να ξαναζήσουμε με ένα κατάλληλο πρόσωπο στοιχεία των αρχικών διαπροσωπικών μας σχέσεων τα οποία είχαμε απωθήσει. Στην έντονη στενή σχέση τα ξαναζού­με μέσω της λεγόμενης προβλητικής ταύτισης. Δηλαδή το μίσος προς τη μητέρα μου, το οποίο έχω απωθήσει, το προβάλλω στη σύζυγό μου και ταυτιζόμενος μαζί της ξέρω πώς νιώθει, με απο­τέλεσμα να αρχίζει πάλι η σύγκρουση. Το κύριο στοιχείο συζυγικής δυσαρμονίας είναι ότι οι σύζυγοι προβάλλουν ο ένας στον άλλο στοιχεία της προσωπι­κότητάς τους που τα έχουν αρνηθεί και μετά τα πολεμούν στον άλλο. Παραδείγματος χάριν, δεν έχω την ικανότη­τα να αγαπώ, το προβάλλω στη σύζυγό μου και μετά της λέω: «Εσύ δεν μπορείς ν’ αγαπάς, είσαι κακή,  εξαιτίας σου υποφέρω». Ο άλλος σύζυγος κάνει το ίδιο και είναι προφανές τι τεράστιες δυνατότητες υπάρχουν για να προκαλέσουμε δυστυχία ο ένας στον άλλο.

Από την άλλη, μπορούμε να προβάλλουμε και καλά χα­ρακτηριστικά ο ένας στον άλλο. Αυτή η προβολή καλών χαρακτηριστικών δημιουργεί μια συνεχή κυκλική επανατροφοδότηση θετικών εμπειριών και μας δίνει, έστω και για σύντομο διάστημα, το θαυμάσιο αυτό διάλειμμα ευτυχίας που καλούμε έρωτα. Ο έρωτας στηρίζεται ου­σιαστικά στην προβολή πάνω στον άλλο στοιχείων που  αγαπάμε στον εαυτό μας, οπότε στα αρχικά του στάδια αποτελεί μια ναρκισσιστική καθαρά κατάσταση αγά­πης του εαυτού μας, δηλαδή εκείνων των στοιχείων της διαπροσωπικής σχέσης με τη μητέρα που ήταν καλά. Σύντομα όμως τα κακά ενδοβλημένα χαρα­κτηριστικά ζητούν και αυτά να έρθουν στην επιφάνεια για να ξεκαθαρίσουν παλιούς λογαριασμούς με το στενό πρόσωπο, που τώρα βέβαια δεν είναι η μητέρα αλλά ο συζυγικός σύντροφος. Αυτό οδηγεί στο αναπόφευκτο ε­πόμενο στάδιο κάθε έρωτα, που είναι η απογοήτευση. Μετά το στάδιο αυτό αν τα ενδοβλη­μένα εσωτερικά αντικείμενα είναι αποτέλεσμα κυρίως μιας καλής αρχικής σχέσης, τότε η συζυγική σχέση γί­νεται σιγά σιγά καλύτερη και περισσότερο στηριγμένη σε ρεαλιστικά στοιχεία. Σε αυτό συντείνει σημαντικά το γεγονός ότι αν η ενδοβλημένη μητρική σχέση είναι καλή, τότε κατά κανόνα διαλέγουμε ήδη έναν παρόμοιο σύντροφο, ο οποίος ουσιαστικά δεν θα μας απογοητεύσει. Το αποτέλεσμα είναι ένας δεύτερος έρωτας με τον σύ­ντροφό μας, τον οποίο ονομάζουμε πια αγάπη, επειδή εί­ναι πιο ρεαλιστικός, πιο ουσιαστικός, στηριζόμενος πε­ρισσότερο στην πραγματική προσωπικότητα του συντρό­φου (μιας και δεν γίνεται πλέον μαζική προβολή πάνω του) και είναι γι’ αυτό διαρκέστερος.

Τα παιδιά είναι επίσης θύματα αυτών των προβολών σε ένα γάμο. Προβάλλουμε, όπως και στον σύντροφο, κα­λές ή κακές ασυνείδητες πλευρές μας και αγαπούμε ή μισούμε τα παιδιά μας ανάλογα. Ο καθένας διαλέγει συνήθως ένα παιδί όπου προβάλλει καλές πλευρές και ένα άλλο όπου προβάλλει κακές πλευρές του. Και τότε τα παιδιά γίνονται ακόμη ένα πεδίο μαχών του ζεύγους.

    Συμπερασματικά, οι τωρινοί μας σύντροφοι και τα παιδιά μας είναι -σε σημαντικό ποσοστό- σκιώδεις αντιπρόσωποι παλιών φαντασμάτων, ενσαρκώσεις των παλαιών ενδοβλημένων και εσωτερικευμένων αντικειμένων. Το σύνολο των ενδοβολών αυτών φόβοι, όνειρα, επιθυμίες, επιθετικά αισθήματα γύρω από τα πρόσωπα της πρώτης παιδικής μας ηλικίας αποτελούν ένα γραμμένο ασυνείδητο σενάριο για τη ζωή μας.

Το ασυνείδητο σενάριο για τη ζωή μας το κουβαλάμε όλοι μέσα μας. Στην εφηβεία και αργότερα στην αυτόνομη κοινω­νική ζωή, με τη βοήθεια και του σεξουαλικού ενστίκτου, το ο­ποίο γίνεται έντονο, αρχίζουμε να ψάχνουμε για συντρόφους και να δημιουργούμε στενές συναισθηματικές σχέσεις με άλλα ά­τομα έξω από την οικογένεια μας. Το σενάριο τότε ενεργο­ποιείται, ζωντανεύει από τη νάρκη του και καθορίζει σε ση­μαντικότατο βαθμό τη ζωής μας. Καθορίζει δηλαδή ποιους ανθρώπους θα κάνουμε φίλους και ποιους ε­χθρούς, ποιους θα φοβόμαστε, ποιους θα βρίσκουμε ελκυστι­κούς και βέβαια ποιον θα παντρευτούμε. Αναζητούμε δηλαδή ανθρώπους που σαν ηθοποιοί, πρωταγωνιστές και κομπάρσοι θα ζωντανέψουν το σενάριό μας και θα αρχίσει έτσι να παίζε­ται στη σκηνή του κόσμου το θεατρικό έργο της προσωπικής μας ζωής, πότε δράμα πότε κωμωδία.

Στη θερα­πεία φέρνουμε αυτό το σενάριο στην επιφάνεια, το κάνουμε δη­λαδή συνειδητό. Με αυτό τον τρόπο η επανάληψη δεν είναι πια καταναγκαστική, αλλά ο άνθρωπος αποκτά ελευθερία δράσης και εκλογής. Μια ελευθερία η οποία τουλάχιστον είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι προηγουμένως, όπου ήταν κυριολεκτικά δεμένος στα γρανάζια του σεναρίου του χωρίς καν να το κα­ταλαβαίνει.