Κοινωνική φοβία
Γράφει: Δημήτρης Σεφεριάδης   
Κοινωνική φοβία
Η κοινωνική φοβία καταχωρίστηκε ως ψυχιατρικός όρος από τον Pierre Janet το 1903 και η κλινική εικόνα της περιγράφηκε πληρέστερα το 1966 από τους Marks και Gelder.
 Το
άτομο φοβάται ότι θα υποστεί εξονυχιστικό έλεγχο και κριτική από τους άλλους, ότι κατά
τη διάρκεια των κοινωνικών συναναστροφών του θα ενεργήσει άστοχα ή αδέξια, γεγονός
που θα τον φέρει σε δύσκολη θέση και θα έχει ως συνέπεια την ταπείνωση και τον
εξευτελισμό του. Ο φόβος του εμέτου, της δυσκαταποσίας, ο φόβος ότι θα κοκκινίσει, θα
τρέμει, θα τραυλίζει μπροστά στους άλλους και η αποφυγή βλεμματικής επικοινωνίας
είναι χαρακτηριστικά στοιχεία της νόσου (Μαρκίδης, 1999).
Επομένως, η συμμετοχή σε δραστηριότητες και περιστάσεις τόσο καθημερινές, όπως το
να φάει, να πιει, να γράψει ή να μιλήσει δημόσια, να εκφράσει την άποψή του σε μια
ομάδα, να απευθυνθεί σε άτομα του άλλου φύλου ή σε πρόσωπα με κύρος βιώνονται
από τον ασθενή με έντονη αγωνία και δυσφορία και αποβαίνουν γι’ αυτόν πραγματικά
βασανιστήρια. Τα σωματικά συμπτώματα που συνοδεύουν αυτή την κατάσταση είναι
εκδηλώσεις υπερδραστηριότητας του αυτόνομου νευρικού συστήματος, όπως
ξηροστομία, ταχυκαρδία, εφίδρωση, ερυθρότητα του προσώπου και τρόμος (Liebowitz,
1985, Neal & Edelman, 2001). Η συνεπαγόμενη αποφυγή των κοινωνικών
συναναστροφών μπορεί να έχει πολύ αρνητικές επιπτώσεις στο σύνολο της κοινωνικής
ζωής των ασθενών, αφού συνήθως μένουν ανύπανδροι, άνεργοι και ζουν με τους γονείς
τους.
Η κοινωνική φοβία είναι σχετικώς συχνή διαταραχή, αφού ίσως το ποσοστό των ατόμων
που υποφέρει από αυτήν να κυμαίνεται μεταξύ 3–8% του γενικού πληθυσμού.
Παρατηρείται συχνότερα σε νεαρά άτομα, με μέση ηλικία έναρξης τα 16–18 έτη και ίσως
ακόμη νωρίτερα. Οι νεαροί άνδρες παθαίνουν συχνότερα κοινωνικές φοβίες απ’ ότι
άλλου είδους φοβίες, στις οποίες υπερτερούν οι γυναίκες. Οι κοινωνιοφοβικοί ασθενείς
παρουσιάζουν τα συμπτώματά τους σε νεαρότερη ηλικία από τους πάσχοντες από
αγοραφοβία και διαταραχή πανικού.
Στους αιτιοπαθογενετικούς μηχανισμούς περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η υπερεμπλοκή των γονέων στη ζωή του παιδιού, διάφορες εμπειρίες αναχαίτισης εκδιπλωνόμενων συμπεριφορών, η ντροπαλότητα, η αβεβαιότητα μπροστά στο καινούργιο, η αποφευκτική διαταραχή προσωπικότητας κ.λπ. Οικογενειακές μελέτες παρουσιάζουν τη συχνότητα της κοινωνικής φοβίας σε πολλαπλάσιο επίπεδο μεταξύ των συγγενών πρώτου βαθμού των πασχόντων από τη διαταραχή σε σχέση με το γενικό πληθυσμό.
Η νόσος είναι δυσθεράπευτη, συχνά εξελίσσεται σε χρονιότητα και επιπλέκεται με
κατάθλιψη, χρήση αλκοόλ και αγχολυτικών φαρμάκων. Τα σεροτονινεργικά
αντικαταθλιπτικά χρησιμοποιούνται περισσότερο από κάθε άλλη θεραπευτική μέθοδο.
Θεραπείες συμπεριφοράς, όπως συστηματική απευαισθητοποίηση, έκθεση στις
φοβογόνες καταστάσεις, εξάσκηση για απόκτηση κοινωνικών δεξιοτήτων και γνωσιακή
αναδιαμόρφωση, χρησιμοποιούνται συχνά και τα αποτελέσματα ενισχύονται με την
κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή. Κατά την ψυχοδυναμική ψυχοθεραπεία (Μαρκίδης,
1999), ο θεραπευτής τοποθετείται στη θέση του σημαντικού «άλλου», δέχεται τη
μεταβίβαση του αρρώστου, διευκολύνει τη λεκτική έκφραση των φοβικών στοιχείων και
ερμηνεύει τη μεταβίβαση, η λύση της οποίας οδηγεί στην εξασθένηση της φοβίας.