Ψυχοσωματική Ιατρική ΙΙ
Γράφει: Δημήτρης Σεφεριάδης   

ΨΥΧΟΣΩΜΑΤΙΚΗ ΙΙ
 
 

Ρευματοειδής αρθρίτιδα 

Επίμονο και συνεχές άλγος, δυσκαμψία στις αρθρώσεις λόγω της φλεγμονής και κόπωση είναι τα κυριότερα συμπτώματα του πάσχοντος από ρευματοειδή αρθρίτιδα, με επιπτώσεις στη φυσική, ψυχολογική και κοινωνική του λειτουργικότητα. Η κατάθλιψη και το άγχος είναι τα συνηθέστερα ψυχιατρικά συμπτώματα που απαντώνται σε αυτούς τους ασθενείς, όπως σχεδόν σε όλους τους πάσχοντες από χρόνια νοσήματα. Η νόσος παρουσιάζει εξάρσεις και υφέσεις και η επιδείνωση των συμπτωμάτων της συνοδεύεται από ανάλογη επιδείνωση του άγχους και της κατάθλιψης (Zaphiropoulos & Burry, 1973. Bishop, 1987).
Έχει υποστηριχθεί ότι αυτοί οι ασθενείς, σε επίπεδο δομής προσωπικότητας, έχουν υψηλά επίπεδα επιθετικότητας, περιορισμένη ικανότητα να αναγνωρίζουν και να εκφράζουν συναισθήματα και ότι είναι άτομα τελειοθηρικά και άκαμπτα. Ιδιαίτερα οι πάσχουσες γυναίκες είναι κυριαρχικές και αρρενοποιημένες. Ωστόσο, οι ανωτέρω απόψεις απέχουν πολύ από το να είναι ικανοποιητικά τεκμηριωμένες. Έχει προταθεί και η άποψη ότι οι πάσχοντες από ρευματοειδή αρθρίτιδα έχουν μια ορισμένη, ιδιαίτερα χαρακτηριστική δομή προσωπικότητας, που την ονόμασαν μάλιστα «ρευματική προσωπικότητα» (Moos & Solomon, 1964). Στοιχεία μεθοριακής προσωπικότητας έχουν, επίσης, επισημανθεί (Hyphantis, 2006). Παρόμοιες προσπάθειες έχουν γίνει και σε όλες σχεδόν τις ψυχοσωματικές παθήσεις. Μια ενδιαφέρουσα και δυσεξήγητη παρατήρηση, ότι οι πάσχοντες από ρευματοειδή αρθρίτιδα διατρέχουν μειωμένο κίνδυνο ανάπτυξης σχιζοφρένειας Gorwood, 2004), έχει δώσει αφορμή για υποθέσεις ότι αυτές οι νόσοι αποκλείονταi  αμοιβαίως, αλλά το όλο θέμα απαιτεί περαιτέρω διερεύνηση.
 
 
 
Βρογχικό άσθμα

Επεισοδιακή δύσπνοια με υποκειμενική αίσθηση σφιξίματος στο στήθος και αισθήματος πνιγμού, λόγω σύσπασης των βρόγχων, με μεσοδιαστήματα ύφεσης. Ως αιτιοπαθογενετικοί παράγοντες έχουν ενοχοποιηθεί η κληρονομική αλλεργική προδιάθεση, η αλλεργική αντίδραση σε ποικίλες ουσίες και οι λοιμώξεις του αναπνευστικού. Είναι πολύ συχνό κατά την παιδική ηλικία, ενώ μετά την εφηβεία στην πλειονότητα των ασθενών τα επεισόδια υποχωρούν. Αρκετοί μελετητές υποστηρίζουν την ύπαρξη ενός δεσμού μεταξύ άσθματος και συναισθηματικών διαταραχών στην οικογένεια των πασχόντων κατά την παιδική τους ηλικία. Κατά την ψυχοδυναμική ερμηνεία, απωθημένες ψυχοσυγκρούσεις της παιδικής ηλικίας, σχετιζόμενες κυρίως με φόβους εγκατάλειψης ή και με πραγματική εγκατάλειψη από τη μητέρα, βρίσκονται στην αφετηρία του ψυχογενούς βρογχικού άσθματος. Στο ψυχοθεραπευτικό σκέλος αντιμετώπισης, οι αγχολυτικές παρεμβάσεις έχουν ιδιαίτερη σημασία και οι ασκήσεις χαλάρωσης χρησιμοποιούνται ευρέως (Ταούιλ, 1988. Loew,  Χρόνια αποφρακτική αναπνευστική νόσος Χαρακτηρίζεται από συμπτώματα που απαντούν κυρίως στο εμφύσημα και στη χρόνια βρογχίτιδα, όπως δυσκολία στην αναπνοή, δύσπνοια κατά τη σωματική άσκηση, βήχα, εξάντληση, συχνά σοβαρά κρυολογήματα και μεγάλη ψυχοσυναισθηματική δυσφορία. Η πορεία της κατάστασης αυτής είναι σταθερή προς το χειρότερο, αφού τα
αλλεπάλληλα επεισόδια επιδείνωσης έχουν ως τελικό αποτέλεσμα τη μη αντιμετωπίσιμη αναπνευστική ανεπάρκεια. Λόγω του παθολογικού εθισμού τους στο κάπνισμα, οι πάσχοντες βρίσκονται σε μια διαδικασία διαρκούς επιβάρυνσης της κατάστασής τους, αν και σε εκείνους που το διακόπτουν η νόσος, έστω και μερικώς, αναχαιτίζεται. Ωστόσο, ελάχιστοι πείθονται να κόψουν το κάπνισμα, διότι, μεταξύ άλλων, θεωρούν ότι το κάπνισμα έχει και αποχρεμπτική λειτουργία και ότι τους βοηθάει να αποβάλλουν ευκολότερα τα πτύελά τους.
Παρά τον σαφώς οργανικό χαρακτήρα της χρόνιας αναπνευστικής νόσου, ψυχοκοινωνικοί παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο σε όλα τα στάδιά της. Η νόσος παρεμβαίνει σοβαρά στην ποιότητα ζωής του ασθενούς τόσο στο σπίτι, όσο και στην εργασία, μέχρις ότου αυτός καταστεί τελείως ανάπηρος. Περίπου οι μισοί από τους πάσχοντες αναφέρουν συρρίκνωση των καθημερινών δραστηριοτήτων τους. Πολλοί δυσπνοούν ακόμη και καθισμένοι, περνούν νύχτες καθισμένοι στο κάθισμα, είναι εξαρτημένοι από τις αναπνευστικές συσκευές. Έχουν επισημανθεί σχέσεις μεταξύ ψυχολογικών συμπτωμάτων και καταστροφικών αλλαγών της συμπεριφοράς, λόγω αποφυγής δραστηριοτήτων που μπορεί να προκαλέσουν δυσκολία στην αναπνοή.
Φόβος, θυμός, δυσαρέσκεια, αισθήματα ματαίωσης και απογοήτευσης, απώλεια αυτοεκτίμησης είναι μερικά από τα πολύ αρνητικά συναισθήματα που βιώνουν οι ανωτέρω ασθενείς. Μεγάλο ποσοστό από αυτούς παρουσιάζουν αϋπνία (81%), κατάθλιψη (75%), ευερεθιστότητα (66%), ανησυχία (47%), άγχος με κρίσεις πανικού (43%) και άσχημα όνειρα. Αλλά και φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση των αναπνευστικών νόσων, όπως τα κορτικοστεροειδή, η θεοφυλλίνη, η εθειοναμίδη, η κυκλοσερίνη και η φαινυλεφρίνη, ενδέχεται να προκαλέσουν κατάθλιψη ή να την επιδεινώσουν. Σε λίγες περιπτώσεις, η υποξία μαζί με την υπερκαπνία είναι δυνατόν να επιβαρύνουν τις εγκεφαλικές λειτουργίες, με επιπτώσεις στις νοητικές λειτουργίες (συγκέντρωση, προσοχή, μνήμη).
 
 
Ψωρίαση
 
Η ψωρίαση εμφανίζεται με μεγάλη απόκλιση όσον αφορά τη συχνότητά της στους διάφορους λαούς. Ένα μέσο ποσοστό είναι 1.5-3% στο γενικό πληθυσμό. Συνήθως εμφανίζεται στην τρίτη δεκαετία της ζωής, χωρίς να αποκλείεται η έναρξή της και κατά την εφηβεία. Έναρξη της νόσου, σε ηλικία κάτω των 15 ετών, έχει σοβαρότερη εξέλιξη και πρόγνωση.
Χαρακτηρίζεται από ρόδινες στιλπνές πλάκες ή βλατίδες, οι οποίες καλύπτονται από αργυρόχροα λέπια. Οι βλάβες μπορεί να είναι εντοπισμένες σε ορισμένες περιοχές, όπως μόνο στο τριχωτό της κεφαλής ή να είναι γενικευμένες, σε σοβαρότερες περιπτώσεις. Η ψωρίαση μπορεί να εμφανισθεί με οξεία μορφή, με ερύθημα, φλύκταινες, πυρετό, κακουχία και συμπτώματα βαριάς λοίμωξης. Ο τρόπος παραγωγής των ψωρισιακών βλαβών του δέρματος προέρχονται από τη μείωση του χρόνου ζωής των κυττάρων της επιδερμίδας στο 1/10 του φυσιολογικού. Αντίστροφα το δέρμα αυξάνει το ρυθμό παραγωγής τους σε πολλαπλάσιο ποσοστό (28 φορές).
Κάποιοι ασθενείς αναπτύσσουν δυστροφία των ονύχων. Η κύρια όμως παράλληλη συνδρομή, η οποία αναπτύσσεται στο 10% των περιπτώσεων, είναι η ψωρισιακή αρθρίτις. Προσβάλλει άλλοτε τις μικρές αρθρώσεις των φαλάγγων των χεριών και των ποδιών και άλλοτε τις μεγαλύτερες αρθρώσεις των κάτω άκρων.
Η ψωρίαση εκλύεται υπό την επίδραση κάποιων παραγόντων, άσχετων με την αιτιολογία της, και οι οποίοι δρουν τοπικά, όπως ο κρύος καιρός, το τραύμα του δέρματος, η τριβή του δέρματος ή τοπικές φλεγμονές, αλλά και η χρήση του λιθίου. Για τους περισσότερους ασθενείς η ψωρίαση παραμένει σε όλη τους τη ζωή, ενώ συμβαίνουν και αυτόματες ιάσεις ή ιάσεις και υποτροπές.
Γενετική προδιάθεση καταγράφεται σε κάποιο βαθμό. Ωστόσο, θεωρείται αυτοάνοσος νόσος, με πολλά Τ κύτταρα που περιβάλλουν τα αγγεία, πράγμα που επιβεβαιώνεται από τα καλά θεραπευτικά αποτελέσματα μετά τη χρήση ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων.
Κύριος παράγων για την εμφάνιση της νόσου είναι το stress σε ανιχνεύσιμο ποσοστό 40%, σύμφωνα με κάποιες έρευνες. Πολλές μελέτες δείχνουν την ύπαρξη άγχους και άλλων νευρωσικών συμπτωμάτων και κυρίως κατάθλιψης. Άλλες εργασίες δείχνουν σε σημαντικά μεγάλο ποσοστό ότι, πριν από την έκλυση ή την επανεμφάνιση της ψωρίασης, προηγούνται καταστάσεις άγχους και γεγονότων, που προκαλούν άγχος και αυτά σε χρόνο ενός μηνός ή δεκαπέντε ημερών πριν. Ψυχαναλυτικές μελέτες, εξ άλλου, αναφερόμενες στην προσωπικότητα των πασχόντων, μιλούν για ισχυρές κινήσεις παλινδρόμησης με καθήλωση στην αναζήτηση επαφής και ασφάλειας.
Μιλούν επίσης για την ύπαρξη και ενέργεια ισχυρών κυμάτων ασυνείδητης οργής, η οποία στρέφεται από τον ασθενή εναντίον του εαυτού του. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η κατάθλιψη και το άγχος είναι δευτερογενούς προέλευσης. Λένε δηλαδή ότι προέρχονται από τον κοινωνικό αποκλεισμό και τις ματαιώσεις, που υφίστανται οι πάσχοντες. Φαίνεται όμως ότι μια τέτοια άποψη αποτελεί μια πρώτη εκτίμηση και ότι η έντονη δευτερογενής κατάθλιψη και άγχος απορροφούν και επικαλύπτουν εκείνη την πρωταρχική, η οποία και συμμετέχει στη γένεση της νόσου  Ψυχογενείς δερματολογικές διαταραχές Είναι διαταραχές στην αιτιοπαθογένεια των οποίων παίζουν σημαντικό ρόλο ψυχολογικοί και ψυχοπαθολογικοί παράγοντες. Αρκετοί μηχανισμοί έχουν προταθεί για την ερμηνεία της αιτιοπαθογένειας αυτών των διαταραχών από ποικίλες ψυχαναλυτικές και ψυχοσωματικές θεωρίες. Οι ψυχαναλυτικές απόψεις εστιάζονται στους μηχανισμούς μετατροπής.
Η κνίδωση, για παράδειγμα, εκφράζει το «κλάμα» του δέρματος σε άτομα που δεν μπορούν να κλάψουν και σχετίζεται με ανικανοποίητες ανάγκες εξάρτησης από γονεϊκά πρότυπα, ενώ τα ψωριασικά συμπτώματα συμβολίζουν συναισθηματικές ψυχοσυγκρούσεις που εκπηγάζουν από ανάγκες φροντίδας και εξάρτησης. Έχει, επίσης, υποστηριχθεί ότι το δέρμα λειτουργεί ως προλεκτικός μηχανισμός έκφρασης συναισθημάτων σε περιπτώσεις ψυχοσυναισθηματικής παλινδρόμησης και χρησιμοποιείται από εκείνους που απέτυχαν να αναπτύξουν μια γλώσσα ικανή να εκφράζει τα συναισθήματά τους. Το ψυχογενές ερύθημα, επίσης, ερύθημα της αιδούς, της χαράς ή του θυμού, είναι παροδικό, εμφανίζεται κυρίως στις παρειές του προσώπου και στο μέτωπο και μπορεί να φθάσει μέχρι τον λαιμό και τα αυτιά.