Ψυχαναγκαστική διαταραχή
Γράφει: Δημήτρης Σεφεριάδης   

ΨΥΧΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΗΠΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ

Όταν η σκέψη και η δράση αποτελούν την κινητήρια δύναμη ενός ατόμου, σε βάρος των συναισθημάτων, των αισθήσεων, της ονειροπόλησης και άλλων καταστάσεων που δεν διέπονται από ορθολογισμό, συμπεραίνουμε ότι υπάρχει μια ιδεοψυχαναγκαστική δομή της προσωπικότητας.

Υπάρχουν πολλά άτομα στα οποία έχει επενδυθεί περισσότερο η σκέψη παρά η δράση και το αντίστροφο. Κάποια άτομα επισκέπτονται έναν ψυχολόγο, για να απαλλαγούν από επίμονες και ενοχλητικές σκέψεις ενώ κάποια άλλα για επίμονες, ενοχλητικές, ανούσιες ή επιβλαβείς πράξεις και συμπεριφορές.

Υπάρχει άμεση σύνδεση ανάμεσα στα ιδεοληπτικά και τα ψυχαναγκαστικά συμπτώματα αλλά ουσιαστικά πρόκειται για δύο ξεχωριστά φαινόμενα.

Το παιδί που εκπαιδεύεται πρώιμα η πολύ αυστηρά και μέσα σε μια ατμόσφαιρα επιζήμιου ενδιαφέροντος, εμπλέκονται σε μια διαμάχη που το παιδί είναι καταδικασμένο να χάσει.

Η εμπειρία ότι υφίσταται έλεγχο και κριτική και η απαίτηση ότι πρέπει να αποδίδει σύμφωνα με κάποιο πρόγραμμα, συχνά προκαλεί συναισθήματα θυμού και επιθετικές φαντασιώσεις, με αποτέλεσμα το παιδί να βιώνει αυτά τα συναισθήματα σαν μια κακή , σαδιστική, βρώμικη και επαίσχυντη πλευρά του εαυτού του. Η ανάγκη να αισθάνεται ότι έχει τον έλεγχο, ότι είναι καθαρό και λογικό και όχι ανεξέλεγκτο, αλλοπρόσαλλο και βρόμικο  και να βιώνει συναισθήματα, όπως θυμό και ντροπή, γίνονται σημαντικά για τη διατήρηση της ταυτότητας και της αυτοεκτίμησης. Δημιουργείται έτσι μια αυστηρή πλευρά του εαυτού τους, όπως βίωνε κάποτε τους γονείς του με σκοπό αυτή η πλευρά να τιθασεύσει και να καταστείλει ταυτόχρονα συναισθήματα που είναι επικίνδυνα για την ύπαρξή τους.

Η κύρια συναισθηματική σύγκρουση στα ιδεοληπτικά και ψυχαναγκαστικά άτομα είναι η οργή, επειδή υπόκεινται σε έλεγχο, ταυτόχρονα με φόβο ότι θα τιμωρηθούν για την οργή τους αυτή. Αυτό που εντυπωσιάζει τους ψυχολόγους είναι ότι το συναίσθημα είναι καταπιεσμένο, νεκρό και μη διαθέσιμο. Οι λέξεις χρησιμοποιούνται για να κρύψουν τα συναισθήματα και όχι για να τα εκφράσουν.  

Ένα ιδεοληπτικό άτομο δέχεται εύκολα ότι είναι θυμωμένο αν ο θυμός του φαίνεται λογικός και δικαιολογημένος. Ο θυμός όμως ο οποίος αφορά σε μια ματαίωση για κάτι που επιθυμούσε και δεν έλαβε, δεν θεωρείτε ανεκτός γιατί ακριβώς αφορά τις επιθυμίες του τις οποίες και θεωρεί εντελώς απαράδεκτες για τον ίδιο. Ο ψυχολόγος μπορεί να κατανοήσει αυτό το θυμό μέσα από μια ορισμένη συμπεριφορά, όπως το να ξεχάσει να τον πληρώσει, να τον διακόψει ενώ μιλάει ή να κατσουφιάσει.

Η ντροπή είναι το δεύτερο συναίσθημα που εξαιρείτε από τον κανόνα σχετικά με την απόκρυψη των συναισθημάτων. Είναι συνήθως συνειδητός και εμφανίζεται κυρίως με τη μορφή ήπιων συναισθημάτων δυσαρέσκειας και αν αντιμετωπιστεί με προσοχή μπορεί να προσδιοριστεί και να διερευνηθεί από το θεραπευτή χωρίς να οδηγήσει σε αντιδράσεις διαμαρτυρίας και άρνησης όπως συμβαίνει με τη διερευνήσει άλλων συναισθημάτων.

 

ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Ο πρώτος κανόνας στη διάρκεια της θεραπείας των ιδεοψυχαναγκαστικών και ψυχαναγκαστικών ατόμων είναι η ευγένεια. Οι ίδιοι γνωρίζουν ότι τα συμπτώματά του είναι ενοχλητικά για τον περίγυρό τους αλλά πολλές φορές δεν καταλαβαίνουν το λόγο. Με την ευγένεια αισθάνονται ευγνωμοσύνη όταν οι άλλοι φαίνεται να μην ενοχλούνται από τα συμπτώματα τους. Επίσης η άρνηση του ψυχολόγου να δώσει συμβουλές, να βιαστεί για ένα γρήγορο αποτέλεσμα και να ασκήσει κριτική στα συμπτώματα του, θα δημιουργήσει στη θεραπεία μια θετική ατμόσφαιρα και θα επιφέρει κατά μέτωπο επίθεση στην προβληματική συμπεριφορά του ατόμου. Σημαντική δε είναι η αναγνώριση και η ερμηνεία από τον  ψυχολόγο, της ευαλωτότητάς του στη ντροπή. Ακόμα, ένας ψυχολόγος, όπως και σε όλες τις περιπτώσεις έτσι και εδώ, θα αποφύγει το ισοδύναμο ενός απαιτητικού και ελεγκτικού γονέα, διατηρώντας μια ζεστή και ανθρώπινη επαφή. Ο βαθμός δραστηριοποίησης ενός θεραπευτή θα εξαρτηθεί από τον ασθενή με τέτοιο τρόπο ώστε να παραμένει σταθερό το θεραπευτικό πλαίσιο και ταυτόχρονα να ενισχύεται η αυτονομία του πελάτη ώστε να αισθάνεται ότι αυτός έχει πραγματικά τον έλεγχο. Μόνο στις περιπτώσεις που συνυπάρχει το στοιχείο της επικινδυνότητας μπορούν να δοθούν συμβουλές και ο ψυχολόγος να αναλάβει περισσότερο τον έλεγχο των αυτοκαταστροφικών συμπεριφορών.

Όπως είπαμε τα ιδεοληπτικά άτομα χρησιμοποιούν τις λέξεις περισσότερο για να αποφύγουν τα συναισθήματά τους παρά για να τα εκφράσουν. Γι’αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία να υπάρχει στη θεραπεία αλλά και στο περιβάλλον να υπάρχει ένας πλούσιος λόγος σε συμβολισμούς και μεταφορές.  

Ένα άλλο συστατικό μιας καλής θεραπείας για τα ιδεοψυχαναγκαστικά άτομα είναι η επιθυμία του ψυχολόγου να τα βοηθήσει να εκφράσουν το θυμό τους και την κριτική τους τόσο για τη θεραπεία όσο και για τον ίδιο.

Η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία επιδιώκει κάτι περισσότερο από το να πιέσει και να πείσει τον ασθενή να εγκαταλείψει τα συμπτώματα του. Η πίεση συχνά ενισχύει περισσότερο τις ψυχαναγκαστικές άμυνες στον ασθενή. Ακόμα και αν αυτό γινόταν το αποτέλεσμα θα ήταν προσωρινό γιατί ο πυρήνας της ασθένειας θα έμενε ανέπαφος. Απαιτεί την αλλαγή της πεποίθησης ότι αυτό που έχει γίνει συνειδητό είναι επαίσχυντο. Πίσω από την ευαισθησία στην ντροπή κρύβονται πεποιθήσεις για την αμαρτία, την επιθετικότητα, την οργή. Το γεγονός ότι κάποιος μπορεί να απολαύσει στη φαντασία του εκρήξεις οργής και όχι μόνο να τις συνειδητοποιήσει, ή να νοιώθει ανακούφιση από το θρήνο και όχι μόνο να κατανοήσει ότι είναι λυπημένος, είναι κάτι καινούργιο για αυτούς τους ασθενείς. Το χιούμορ του ψυχολόγου μπορεί επίσης να ελαφρύνει την ενοχή και την σκληρή αυτοκριτική που τους βαραίνουν τόσο πολύ.

Ένα συχνό ερώτημα των ιδεοψυχαναγκαστικών ατόμων είναι’’ και τι θα γίνει αν αισθανθώ αυτά τα συναισθήματα;’’ Η απάντηση είναι ότι προκαλείται βλάβη όταν το άτομο αποφεύγει να αισθανθεί και ότι τα συναισθήματα κάνουν κάποιον να αισθάνεται ζωντανός, γεμάτος ενέργεια ενώ παράλληλα θωρακίζουν την σωματική του υγεία.

 

Σεφεριάδης Δημήτρης

Ψυχολόγος