Η αυτοκτονία στην εφηβεία
Γράφει: Δημήτρης Σεφεριάδης   

Η αυτοκτονία στην περίοδο της εφηβείας

Η αυτοκτονία δεν είναι μια τυχαία και χωρίς νόημα πράξη. Είναι η έξοδος από ένα πρόβλημα ή μια κρίση που προκαλεί έντονο ψυχικό πόνο.

Η αυτοκτονία συνδέεται με αισθήματα απελπισίας και ματαίωσης, με αίσθηση του αβοήθητου ή της μη εκπλήρωσης αναγκών και με αμφιθυμικές συγκρούσεις μεταξύ επιβίωσης και ανυπόφορου άγχους, με περιορισμό των επιλογών και μια ανάγκη για δραπέτευση.

 Η εφηβεία είναι μέρος της φυσιολογικής αναπτυξιακής διαδικασίας και περιλαμβάνει την περίοδο μεταξύ της παιδικής ηλικίας και της ενήλικης ζωής. Κατά τη διάρκεια της εφηβείας συντελείται μια ψυχοδιανοητική διεργασία μέσα από την οποία ο έφηβος αποκτά προσωπική οντότητα και γίνεται κύριος του εαυτού του. Ταυτόχρονα αυτή την περίοδο γίνεται και μια προσπάθεια απόκτησης μιας σταθερής ταυτότητας ως προς το φύλλο και τη σεξουαλικότητα.

 Η εικόνα που έχει σχηματίσει ο καθένας για το σώμα του έχει τις ρίζες της στις πιο πρώιμες εμπειρίες, από την επαφή με τη μητέρα και τον πατέρα του, αλλά και με τα πρόσωπα του κοντινού και άμεσου περιβάλλοντός του. Μέσα από τις πρώιμες αυτές εμπειρίες το παιδί θα θεωρήσει το σώμα του ως κάτι το αξιαγάπητο, επαρκές ή μισητό.

 Κατά την περίοδο της εφηβείας, αυτές οι σχέσεις και η εικόνα του σώματός του αποτελούν αντικείμενο επαναδιαπραγμάτευσης, στο πλαίσιο της λειτουργίας πια ενός ώριμου σώματος, το οποίο είναι ικανό για σεξουαλική επαφή και τεκνοποιία, αλλά συγχρόνως διαθέτει και νέες δυνατότητες για εκδήλωση βίας, είτε αυτοκαταστροφικής είτε ετεροκαταστροφικής.

 Όλη αυτή η διαδικασία χαρακτηρίζεται από μια ρευστότητα, από αλλαγές, από προόδους και υποτροπές. Όταν ο έφηβος αδυνατεί να επιτελέσει τα παραπάνω εξελικτικά επιτεύγματα, όταν αισθάνεται ότι δεν είναι σε θέση να αναλάβει έναν ώριμο ρόλο, αλλά ούτε είναι δυνατό να επιστρέψει στην παιδική ηλικία, τότε επικρατεί ένα εσωτερικό αίσθημα αδιεξόδου. Και όταν η ρευστή αυτή κατάσταση δεν είναι πλέον ανεκτή, τότε μιλάμε για ψυχική κατάρρευση και κλονισμό της διαδικασίας της εφηβείας.

 Τη στιγμή της απόπειρας αυτοκτονίας, ένα έφηβος βρίσκεται σε μια τέτοια κατάσταση, την οποία θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε και σαν οξύ ψυχωσικό επεισόδιο, που είτε είναι παροδικό είτε παρατεταμένο.

 Η λειτουργία της αυτοσυντήρησης μοιάζει να απουσιάζει. Ο έφηβος έχει διαχωρίσει ψυχικά και έχει απομακρύνει το τμήμα εκείνο του εαυτού του, που υποδηλώνει αγάπη και φροντίδα για το άτομό του και το οποίο θα έπρεπε να έχει δεχτεί από τους γονείς του. Εκείνο που απομένει μέσα του είναι οι μισητοί, σκληροί, επικριτικοί γονείς ή οι προβολές τους στην κοινωνία και τα μισητά, γεμάτα ελαττώματα τμήματα του εαυτού του. Το μόνο που φαίνεται να απομένει είναι απελπισία και θυμός, αλλά και μια έντονη επιθυμία να απαλλαγεί από αυτά τα μίση.

 Από την άλλη μεριά, το περιβάλλον, συνειδητά ή ασυνείδητα, αποκρύπτει την απόπειρα αυτοκτονίας ή την αυτοκτονία, σαν μια προσπάθεια να αρνηθεί ότι ένα παιδί μπορεί να θέλει να καταστρέψει τον εαυτό του. Η ανάγκη του ενήλικα να πιστεύει στην ελπίδα και την υπόσχεση της παιδικής ηλικίας τον εμποδίζει να αποδεχτεί σημάδια απελπισίας και κατάθλιψης στο παιδί. Η αυτοκτονία σε αυτές τις ηλικίες συχνά δηλώνεται είτε σαν ατύχημα είτε σαν μια κακιά στιγμή, που οφείλεται σε ένα έντονο τραυματικό γεγονός. Πάντα αυτό το γεγονός είναι η αφορμή της αυτοκτονίας και όχι η αιτία.  

 Σε ότι αφορά την ανακοίνωση μιας απόπειρας αυτοκτονίας στο διαδίκτυο, πιστεύω ότι, είτε παίρνοντας τη μορφή μιας ηρωικής εξόδου από τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει ο νέος είτε επιζητώντας συμπαραστάτες και ομοιοπαθούντες, ο ασυνείδητος σκοπός μιας τέτοιας ανακοίνωσης αποτελεί το ύστατο κάλεσμα για βοήθεια.

 Είπαμε προηγουμένως ότι ο έφηβος έχει την αίσθηση ότι βρίσκεται σε αδιέξοδο.Ότι κυριαρχεί η έλλειψη ελπίδας και η απομάκρυνση αισθημάτων αγάπης και φροντίδας για τον εαυτό του. Οι ιδιότητες όμως αυτές δεν χάθηκαν. Πρέπει να τις ξαναβρούμε και να τις αναζωπυρώσουμε.

 Αρκετοί από αυτούς τους νέους αποκρούουν απεγνωσμένα κάθε προοπτική ελπίδας. Η ελπίδα εμπεριέχει την πιθανότητα αποτυχίας και την απογοήτευση. Κι όμως, όντως ελπίζουν. Αυτό που μας καλούν να κάνουμε, ως γονείς, ως κοινωνία ή ως θεραπευτές είναι να διατηρήσουμε για λογαριασμό τους αυτή την ελπίδα, ακόμα και αν επιμένουν ότι είναι μηδαμινή. Αυτό που επιχειρούμε θεραπευτικά είναι να τους καταστήσουμε ικανούς να αναγνωρίσουν αυτή την ελπίδα και πάλι ως δική τους.

 Σε βαριές περιπτώσεις, όπως η εγκατεστημένη ψύχωση όπου κυριαρχούν ψευδαισθήσεις και παραληρηματικές ιδέες, όπως για παράδειγμα να ακούνε φωνές που τους παροτρύνουν να αυτοκτονήσουν, ή στη βαριά κατάθλιψη, οι τρόποι αποφυγής της απόπειρας είναι ελάχιστοι αν δεν αρχίσει η διαδικασία θεραπείας.    Συνήθως όσοι είναι αποφασισμένοι να αυτοκτονήσουν χωρίς να υπάρχει μέσα τους πια η παραμικρή ελπίδα για κάτι καλύτερο, το κάνουν κρυφά, χωρίς να το ανακοινώσουν και χωρίς προειδοποίηση.

 Γι’ αυτό κάθε αναφορά, κάθε υπόνοια ή κάθε υποψία για απόπειρα αυτοκτονίας, θα πρέπει να λαμβάνεται πολύ σοβαρά υπόψιν από το περιβάλλον και να αξιολογείται από ειδικούς. Ακόμα και αν αυτή η ένδειξη μοιάζει να είναι χειριστική ή αστεία ή χωρίς λόγο.