Τα εγκλήματα του καλοκαιριού - ψυχικά αίτια
Γράφει: Δημήτρης Σεφεριάδης   

Εγκλήματα την καλοκαιρινή περίοδο

 

     Δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη επιστημονική έρευνα που να αποδεικνύει ότι το καλοκαίρι υπάρχει μεγάλη αύξηση των φόνων.

     Παρόλα αυτά από την κλινική μου εμπειρία έχω διαπιστώσει ότι υπάρχει τουλάχιστον αυξημένος κίνδυνος τέτοιων ενεργειών.

     Η συμπεριφορά των ανθρώπων στις γιορτές, τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και κατά την καλοκαιρινή περίοδο, αλλάζει. Αυτό γίνεται κυρίως για δύο λόγους: τη χαλαρότητα του υγειονομικού συστήματος και γενικότερα των δομών του κράτους σε συνδυασμό με την αύξηση των ερεθισμάτων και την αλλαγή της καθημερινότητας.

     Σε πολλούς ανθρώπους με διαταραχές προσωπικότητας, καταθλιπτική ψύχωση ή ψύχωση παρατηρείται αύξηση της έντασης των ήδη υπαρχόντων συναισθημάτων. Δηλαδή αύξηση της κατάθλιψης στον καταθλιπτικό (έντονη μελαγχολία, κρίσεις πανικού), αύξηση της παρανοϊκότητας στον παρανοϊκό (εκρήξεις ζήλιας, θυμού, παρεξηγήσεις) και ψυχωσικά επεισόδια στους ψυχιατρικούς ασθενείς.

     Να διαχωρίσουμε ότι στην ψύχωση δεν έχει παρατηρηθεί ιδιαίτερα αυξημένη εγκληματικότητα σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό. Οπωσδήποτε η ψύχωση θα ήταν περισσότερο ελεγχόμενη εάν η φαρμακοθεραπεία συνδυαζόταν με ψυχοθεραπεία. Ο λόγος, που μας αφορά στη συγκεκριμένη περίπτωση, έχει να κάνει με το ότι πολλοί ασθενείς κόβουν τα φάρμακα γιατί αισθάνονται καλά. Το φάρμακο χωρίς τη βοήθεια της ψυχοθεραπείας θεωρείται από τον άρρωστο σαν ένα κακό αντικείμενο.

     Οι άνθρωποι που φτάνουν συχνότερα στο έγκλημα είναι κυρίως άτομα με αντικοινωνική προσωπικότητα, γνωστοί ως κοινοί εγκληματίες, μεταιχμιακές προσωπικότητες που χαρακτηριστικό τους είναι οι εκρήξεις θυμού, ψυχιατρικά περιστατικά που δεν παίρνουν φάρμακα και δεν κάνουν ψυχοθεραπεία. Επίσης άτομα με δυσκολίες προσαρμογής και με ταυτόχρονη χρήση αλκοόλ και ναρκωτικών ουσιών και τέλος ασθενείς με διαταραχή προσωπικότητας παρανοϊκού τύπου. Δηλαδή κλειστοί, εύθικτοι άνθρωποι, που παρεξηγούν εύκολα ή ζηλεύουν και νιώθουν ότι τους επιβουλεύονται συνεχώς οι άλλοι. Τέτοιοι άνθρωποι μπορεί να περνούν απαρατήρητοι στην καθημερινότητα και συχνά θεωρούνται ιδιότροποι.

     Σε κάθε επείγουσα ψυχιατρική παρέμβαση, πρέπει να γίνεται προσπάθεια ο ασθενής να διατηρήσει την αυτοεκτίμησή του. Η ενσυναίσθηση είναι πολύ σημαντικός παράγοντας.

     Οι περισσότεροι ψυχιατρικοί ασθενείς που επιτίθενται, και ουσιαστικά είναι περίπου το 10% από αυτούς που φτάνουν στις μονάδες υγείας, επιτίθενται γιατί συνήθως έχουν κατακριθεί έντονα ή τους έχουν περιγελάσει ή γιατί φοβούνται πάρα πολύ και σαν διέξοδο στο αδιέξοδο συναίσθημα του έντονου φόβου και του άγχους χρησιμοποιούν την επίθεση.

     Όταν ένας ψυχιατρικός ασθενής εμφανίσει κρίση βίας, δεν προσέχει καθόλου τις παραινέσεις των άλλων να λογικευτεί και να ηρεμήσει και πιθανόν ούτε τις ακούει. Εάν οπλοφορεί, γίνεται ιδιαίτερα επικίνδυνος και ικανός για φόνο. Τέτοιοι ασθενείς πρέπει να αφοπλίζονται από ειδικά εκπαιδευμένους αστυνομικούς, χωρίς, αν είναι δυνατόν, να τους προκληθεί σωματική βλάβη. Εάν δεν οπλοφορούν, τότε θα πρέπει να πλησιάζονται με μεγάλη προσοχή και από ικανό αριθμητικά προσωπικό ώστε να αναγκασθούν να υπαναχωρήσουν. Στο δωμάτιο των επειγόντων, οι οπλισμένοι αστυνομικοί πρέπει να αφαιρούν τις σφαίρες από τα περίστροφά τους. Έχουν αναφερθεί πολλά περιστατικά όπου βαριά διαταραγμένοι ασθενείς άρπαξαν περίστροφα αστυνομικών και σκότωσαν οποιονδήποτε έβλεπαν μπροστά τους.

     Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι οι ψυχιατρικοί ασθενείς που καταλήγουν στο φόνο δεν ξεπερνούν σε αναλογία τους υπόλοιπους «υγιείς» που φονεύουν.

     Σε ότι αφορά άτομα με διαταραχή της προσαρμογής, αυτά παρουσιάζουν κυρίως εκρήξεις οργής που παρατηρούνται συνήθως στους οικογενειακούς και συζυγικούς καυγάδες. Η αστυνομία καλείται συνήθως να παρέμβει μετά από τηλεφωνήματα γειτόνων που ανησυχούν από το θόρυβο των βίαιων αντεγκλήσεων.

     Σε τέτοιες περιπτώσεις η προσέγγιση πρέπει να είναι προσεκτική γιατί συχνά συνοδεύονται και από την κατανάλωση αλκοόλ ή ουσιών. Συχνά παρατηρείται οι εμπλεκόμενοι να στρέφονται με λύσσα εναντίον κάθε παριστάμενου τρίτου. Γι’ αυτό πρέπει να αποφεύγεται μια περιφρονητική στάση και με κάθε τρόπο να δίνεται η εντύπωση ότι οι διαπληκτιζόμενοι αντιμετωπίζονται με σοβαρότητα, σεβασμό και ανθεκτικό συμφιλιωτικό ενδιαφέρον.

     Σε περιπτώσεις οικογενειακής βίας πρέπει να δίνεται προσοχή στην ευαλωτότητα των μελών της οικογένειας. Για παράδειγμα ο σύζυγος ή η σύζυγος μπορεί να έχει μια περίεργη μαζοχιστική προσκόλληση προς το σύντροφο, η οποία να πυροδοτεί βία, χλευάζοντάς τον και μειώνοντας την αυτοεκτίμησή του. Τέτοιες σχέσεις συχνά έχουν ως κατάληξη το φόνο του προκλητικού συζύγου και την αυτοκτονία του θύτη.

     Στις βαριές αντικοινωνικές προσωπικότητες, τους κοινούς εγκληματίες, που έχουν συνείδηση του τι κάνουν, σε αντίθεση με τους ψυχιατρικούς ασθενείς, η αντιμετώπιση θα πρέπει να γίνεται από ικανό αριθμό ειδικευμένων αστυνομικών που θα ενεργούν με οργανωμένο από πριν σχέδιο, το οποίο θα εμπεριέχει όσο το δυνατόν περισσότερες ασφαλιστικές δικλείδες για κάθε πιθανή αντίδραση του εγκληματία. Η δράση θα πρέπει να είναι άμεση με αυστηρότητα και δυναμικότητα ώστε να μην αφήνει περιθώριο αντίδρασης στους εγκληματίες. Συνήθως αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν ενοχές και τύψεις και αυτό που νιώθουν και φοβούνται είναι η δύναμη του άλλου.

     Σε κάθε αλλαγή στο συνηθισμένο ρυθμό ζωής είναι πιθανό να παρατηρήσουμε εξάρσεις βίαιων γεγονότων. Σε περιόδους διακοπών, όπως τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και το καλοκαίρι αυτό είναι συχνό φαινόμενο.

 

Δημήτρης Σεφεριάδης Ψυχολόγος Ψυχοθεραπευτής

 

Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Αυριανή στις 7/6/09 και στην εφημερίδα της Ελληνικής Αστυνομίας.