Απόρροια της ανάγκης του ανθρώπου να εξηγήσει τη λειτουργία και τη δομή της προσωπικότητας, ήταν η γένεση διαφόρων θεωριών ψυχολογικού χαρακτήρα, ανάμεσα στις οποίες και η ψυχανάλυση. Πρόκειται για μια προσέγγιση που επιχειρεί συνολικά να εξηγήσει την ανάπτυξη του ατόμου και έχει μια μακρά παράδοση στη μελέτη της παθολογίας της προσωπικότητας, της αιτιολογίας της, της παθογένεσης και της θεραπευτικής αντιμετώπισης των διαταραχών της πρώτης αλλά και στη φυσιολογική λειτουργία του ψυχικού οργάνου. Στη πορεία του χρόνου έχουν αναπτυχθεί διάφοροι ψυχαναλυτικοί θεωρητικοί προσανατολισμοί καλύπτοντας κενά ή εξηγώντας μια πτυχή της προσωπικότητας ,που η κλασική ψυχαναλυτική θεωρία του Freud αδυνατεί να κάνει. Πρόκειται κατά κάποιο τρόπο για προεκτάσεις αυτής, που πηγαίνουν ένα βήμα παραπέρα τη ψυχαναλυτική προσέγγιση. Αυτό ωστόσο που έχει σημασία για τη κλινική πρακτική είναι οτι αποτελεσματικοί θεραπευτές είναι εκείνοι που χρησιμοποιούν διάφορες ψυχαναλυτικές θεωρίες και δε προσκολλώνται σε ένα δόγμα κάτι το οποίο αφενός δεν εμπλουτίζει τη ψυχαναλυτική θεωρία και αφετέρου δεν επαρκεί για τη κατανόηση της πολυσχιδούς και πολυδιάστατης ανθρώπινης φύσης. Τα μοντέλα αυτά, τα οποία έχουν διαγνωστική αξία στα πλαίσια της ψυχαναλυτικής παράδοσης συνοψίζονται ως εξής:
πρώτη αναπτύχθηκε η κλασική φρουδική θεωρία των ενορμήσεων. Σύμφωνα με αυτή κεντρικό ρόλο στην ανθρώπινη εξέλιξη κατέχουν τα ένστικτα ή με άλλα λόγια οι ενορμήσεις, οι οποίες είναι διεργασίες που υποκινούν το ψυχισμό σε δράση. Πηγή αυτών είναι διάφορα μέρη του σώματος στα οποία προσανατολίζεται το ενδιαφέρον και η ικανοποίηση των αντίστοιχων σωματικών αισθήσεων διαφοροποιητικά σε κάθε εξελικτικό στάδιο. Τα στάδια που όπως ονομάζονται ψυχοσεξουαλικά είναι το στοματικό, το πρωκτικό και το φαλλικό. Τόσο τα βρέφη όσο και οι βρεφικές πτυχές των ενηλίκων αναζητούν ακατάπαυστα την ικανοποίηση. Στοιχείο κλειδί στη πλήρωση των επιθυμιών είναι ο γονεικός ρόλος ο οποίος είναι ιδανικός όταν έχει εξισορροπητική δράση ανάμεσα στην ικανοποίηση και στην ανάσχεσή των πρώτων και οδηγεί ως εκ τούτου σε συναισθηματική ασφάλεια ή ματαίωση. Η υπερβολική παρουσία ενός από τα δύο(ασφάλεια, ματαίωση), έχει ως αποτέλεσμα τη καθήλωση του παιδιού στα κυρίαρχα ζητήματα αυτού του σταδίου, με επιπτώσεις στην ενήλικη ζωή. Ακόμα και σήμερα αρκετοί αναλυτές είναι πιστοί σε αυτό το δόγμα και οι περισσότεροι αποδέχονται την ύπαρξη μιας βασικής θεωρίας για τα στάδια της ανάπτυξης.
Ακολούθησε ο Erikson, ο οποίος στη προσπάθεια του να συμπληρώσει τη θεωρία του Freud, αναδιατύπωσε τα στάδια της ανάπτυξης, μιλώντας για τη δημιουργία βασικής εμπιστοσύνης ή αντίθετα δυσπιστίας στο στοματικό στάδιο ως αποτέλεσμα της ικανοποίησης ή της στέρησης της στοματικής ενόρμησης, για την επίτευξη αυτονομίας ή αντίθετα ντροπής και αμφιβολίας στο πρωκτικό στάδιο και για την ανάπτυξη της βασικής αποτελεσματικότητας στην οιδιπόδεια φάση.
Τόσο για τον Erikson όσο και για τον Sullivan που ακολούθησε, η προσωπικότητα συνεχίζει να εξελίσσεται και να μεταβάλλεται και μετά την ηλικία των 6 ετών. Και η Mahler όμως συνείσφερε με το έργο της στη ψυχαναλυτική θεωρία. Βασισμένη στο μοντέλο του Freud επικεντρώθηκε στη πορεία του βρέφους από τη κατάσταση όπου δεν υπάρχει ακόμα η αναγνώρηση της ύπαρξης των άλλων μέχρι και τη κατάσταση συμβίωσης με το περιβάλλον.
Οι απόψεις όσων ψυχαναλυτών ακολούθησαν τον Freud φαίνεται πως βοήθησαν το κλινικό έργο εκείνης της εποχής. Παρ’όλο τον αρνητισμό κάποιων σύγχρονων θεραπευτών στη θεωρία αυτή, σε γενικές γραμμές φαίνεται να επικρατεί η τάση να αποδίδεται μεγάλη σημασία στις φάσεις ανάπτυξης για την ανάπτυξη της προσωπικότητας και αυτό ίσως λόγω της απλότητας και του ανθρωπισμού που διέπει το εξελικτικό μοντέλο.
Η έννοια της ψυχολογίας του Εγώ εισήχθηκε αργότερα από τον Freud. Ο ίδιος ανέπτυξε ένα πιο μεθοδικό δομικό μοντέλο για τη ψυχανάλυση, οριζόμενο από τις έννοιες του εκείνο, του εγώ και του υπερεγώ, οι οποίες αντιστοιχούν στις διάφορες πτυχές της ανθρώπινης λειτουργίας. Πολύ συνοπτικά θα λέγαμε οτι το εκείνο αντιπροσωπεύει τη πηγή ενέργειας των ενορμήσεων και αντιστοιχεί στη πρωτογενή διαδικασία της σκέψης. Είναι δε ασυνείδητο. Η λετουργία του εγώ από την άλλη είναι να εκφράζει και να ικανοποιεί τις επιθυμίες του εκείνο στο πλαίσιο της πραγματικότητας. Αντιστοιχεί στη δευτερογενή διεργασία της σκέψης ενώ διαθέτει συνειδητές κ ασυνείδητες πλευρές. Στην ασυνείδητη πλευρά ανήκουν και οι αμυντικές διεργασίες του εαυτού. Σημαντική έννοια είναι η θεραπευτική διχοτόμηση του Εγώ όπου διακρίνουμε το εγώ που παρατηρεί και το εγώ που βιώνει. Ο ρόλος του εγώ έχει μεγάλη σημασία για τη προσαρμογή στη πραγματικότητα χωρίς το άτομο να καταφεύγει στις άμυνες. Η ψυχολογική υγεία πάντως προυποθέτει την ύπαρξη υγειών αμυνών αλλά και ποικιλίας αμυντικών διεργασιών. Η τρίτη πτυχή του παραπάνω μοντέλου είναι το υπερεγώ που αντιπροσωπεύει το ηθικό μέρος της λειτουργίας μας. Η έννοια αυτή φάνηκε να ωφέλησε πολύ τους θεραπευόμενους της τότε εποχής. Η δομική θεωρία πάντως αν και ερχόταν σε αντίθεση με τη προηγούμενη άποψη του Freud για το άγχος που προκαλείται από τις άμυνες, τώρα υποστήριζε οτι η απώθηση είνια αντίδραση στο άγχος. Έτσι η ψυχοπαθολογία εξηγήθηκε ως μια κατάσταση όπου η αμυντική ψυχική διεργασία ήταν αναποτελεσματική με επακόλουθο το άγχος. Τον ίδιο καιρό άνθιζε στους κύκλους της ψυχανάλυσης και η Βρετανική Σχολή η οποία διαφοροποιείτω από τον Freud σε βασικά σημεία. Οι θεωρητικοί αυτής της σχολής έκαναν λόγο για τις αντικειμενοτρόπες σχέσεις. Αναμεσά τους και η Klein και ο Fairbairn. Βασική διαφορά με τον πρωτεργάτη της ψυχανάλυσης ήταν οτι η έμφαση δόθηκε στα σημαντικά αντικείμενα(πρόσωπα) του παιδιού, στο τρόπο που αυτό τα βίωσε και τα εσωτερίκευσε και στο τρόπο που αυτά υπάρχουν ασυνείδητα και επηρεάζουν την ενήλικη πλέον ζωή.
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός οτι ο ίδιος ο Freud όχι μόνο δεν αντιτάθηκε σε αυτές τις απόψεις αλλά απεναντίας τις ενσωμάτωσε στη δική του θεωρία κατά κάποιο τρόπο.
Παράλληλα με τη Βρετανική Σχολή γεωγραφικά όμως πολύ μακριά, ανελισσόταν η διαπροσωπική ψυχανάλυση που επίσης εργάστηκε με πιο διαταραγμένους ασθενείς τους οποίους απέκλειε ο Freud.
Σημαντικοί εκπρόσωποι είναι Harry Stack Sullivan και ο Erich Fromm. Σε αντίθεση με τη βρετανική σχολή έδιναν μικρότερη έμφαση στις ασυνείδητες νοερές απεικονίσεις των αντικειμένων στην ενήλικη ζωή. Οι διαπροσωπικές σχέσεις ήταν τώρα στο επίκεντρο και έδωσαν και μια γνωστική εξελικτική χροιά στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Οι έννοιες των δύο σχολών αποδείχτηκαν ιδιαίτερα χρήσιμες στη θεραπεία και κάλυψαν τα κενά που δε μπορούσαν οι έννοιες του δομικού μοντέλου. Συγκεκριμένα κατανοήθηκε η επιρροή των σημαντικών άλλων προσώπων, στη παιδική και στη ενήλικη ζωή όπου δεν είχε επέλθει ο ψυχολογικός αποχωρισμός. Το πολύ σημαντικό σημείο της αντιμεταβίβασης προσεγγίστηκε διαφορετικά καθώς η ψυχανάλυση παρουσίαζε αυξανόμενη πρόοδο. Ενώ για τον Freud, αρχικά τουλάχιστον, οι συναισθηματικές αντιδράσεις του θεραπευτή, υποδήλωναν ατελή αυτογνωσία και συναισθηματική εμπλοκή, για τους νεότερους ψυχαναλυτές η αντιμεταβίβαση αυτή ήταν ο μόνος τρόπος κατανόησης των ασθενών.
Σε αυτή τη χρονική στιγμή ο Racker μίλησε για την αρμονική και τη συμπληρωματική αντιμεταβίβαση με τη πρώτη να αναφέρεται στην ενσυναίσθηση του θεραπευτή για το συναίσθημα που εκλύθηκε από ένα βίωμα της παιδικής ηλικίας σε σχέση με κάποιο αντικείμενο(πρόσωπο), και τη δεύτερη στο συναίσθημα του θεραπευτή αναφορικά με το τι είχε νιώσει το αντικείμενο για το παιδί. Έτσι η αντιμεταβίβαση από εμπόδιο μετασχηματίστηκε σε σημαντικό εφόδιο για την εξέταση και τη θεραπεία της δομής της προσωπικότητας.
Αργότερα στη δεκαετία του ‘60, ήταν πια φανερό οτι η υπάρχουσες ψυχαναλυτικές θεωρίες δεν ήταν σε θέση να εξηγήσουν επαρκώς τις δυσλειτουργίες κάποιων ανθρώπων και γι’ αυτό το λόγο αναπτύχθηκαν νέες προσεγγίσεις εκ των οποίων μία και η θεωρία του εαυτού, η οποία διαμορφώθηκε από τον Heinz Kohut με πυρήνα την εξέλιξη του εαυτού και την ανάγκη για εξειδανίκευση ατόμων(κυρίως των γονέων), που αν απουσιάσουν υπάρχει αντίκτυπο στη ψυχοπαθολογία του ενήλικα. Η επιρροή στους θεραπευτές ήταν αξιοσημείωτη και άρχισε να δίνεται μεγαλύτερη σημασία σε διεργασίες που αφορούν την εικόνα του εαυτού και την αυτοεκτίμηση. Οι άμυνες τωρα πια ήταν και ένας τρόπος για να διατηρηθεί μια σταθερή αξιολογημένη αυτοεικόνα πέρα από το ρόλο που είχαν για την αντιμετώπιση του άγχους. Η κατανόηση του εαυτού ήταν πιο ολοκληρωμένη τώρα από πλευράς θεραπευτών και η αξία της θεωρίας αυτής για τη θεραπεία, απέκτησε μεγάλη διαγνωστική αξία.
Αυτό όμως που έχει σημασία είναι οτι η ψυχανάλυση, δίνει έμφαση στα δυναμικά στοιχεία της προσωπικότητας τα οποία μεταβάλλονται και κινούνται σε ένα φάσμα διακυμάνσεων ενώ εκφράζουν και τους δύο πόλους της κάθε διάστασης εξηγώντας έτσι τη πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης.
Δημήτρης Σεφεριάδης
Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπευτής
Επιστημονικός Υπεύθυνος του Κέντρου Ψυχολογίας και Ψυχοθεραπείας
|