Ο
γάμος σε ένα πολύ σημαντικό βαθμό δεν είναι παρά η αναδημιουργία του
αρχικού δεσμού με τη μητέρα και αργότερα με τον πατέρα. Όταν παντρευόμαστε
δηλαδή, διαλέγουμε ασυνείδητα ένα πρόσωπο με το οποίο επιθυμούμε να αναδημιουργήσουμε
τον αρχικό μας δεσμό με τη μητέρα και
τον πατέρα, είτε όπως ήταν στην πραγματικότητα είτε ‘όπως θα θέλαμε να ήταν. Αν υπήρξαν προβλήματα, ασυνείδητα διαλέγουμε έναν
άνθρωπο τέτοιο ώστε να ξαναδημιουργηθούν τα ίδια προβλήματα, προσδοκώντας
μάταια ότι αυτή τη φορά θα τα λύσουμε. Ισχύει δηλαδή αυτό που ο Freud ονόμασε «καταναγκασμό της επανάληψης». Κομμάτια
της παλιάς σχέσης, μέσω των μνημονικών ιχνών που καταγράφονται στο ασυνείδητο
λειτουργικό σύστημα, δημιουργούν πλευρές της προσωπικότητας μας τα οποία είναι
πια δικά μας και προβάλλονται στον σύζυγο μόλις παντρευτούμε. Σε κάθε στενό
δεσμό, αλλά ιδιαίτερα στον συζυγικό, ο ένας μεταφέρει στον άλλο, μέσω αμοιβαίων
προβολών, κομμάτια της ψυχολογίας του άλλου. Αυτό δημιουργεί ένα σύστημα επανατροφοδότησης, το
οποίο επηρεάζει συνεχώς και κυκλικά τη συμπεριφορά μεταξύ των συζύγων, έτσι
ώστε η τελική συμπεριφορά καθενός δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της ατομικής του
ψυχολογίας αλλά και της συνεχούς αλληλεπίδρασης.
Θα απλοποιήσω με ένα παράδειγμα: Ας
πούμε ότι η μητέρα μου δεν ήταν καλή μαζί μου και εγώ ασυνείδητα κουβαλώ
μέσα μου την ιδέα ότι όλες οι γυναίκες είναι κακές και
δεν πρέπει να τις εμπιστεύομαι. Όταν παντρευτώ, ασυνείδητα αρχίζω να
θεωρώ ότι η γυναίκα μου είναι κακή και αρχίζω να παρεξηγώ κομμάτια από τη
συμπεριφορά της ως κακά, ενώ για κάποιον άλλο ίσως δεν θα έδειχναν κακία. Αυτό
επηρεάζει τη συμπεριφορά μου απέναντι της και της φέρομαι άσχημα. Όταν της
φερθώ άσχημα πολλές φορές η γυναίκα μου αρχίζει να γίνεται επιθετική απέναντι
μου, οπότε εγώ επιβεβαιώνομαι ότι πράγματι είναι κακή και τότε κλειδώνομαι σε
μια συμπεριφορά από την οποία δεν μπορώ πλέον να βγω, μιας και κάθε φορά καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα. Σε ένα φαύλο κύκλο. ( Ματθαίος Γιωσαφάτ )
Η ΕΚΛΟΓΗ ΤΟΥ
ΣΥΝΤΡΟΦΟΥ
Η εκλογή του συντρόφου, όταν είναι εκούσια και όχι αναγκαστική,
επηρεάζεται από τέσσερις βασικούς παράγοντες:
α) Κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες: Κοινωνική τάξη, οικονομική
κατάσταση (προίκα κτλ.), εθνικότητα, θρησκεία κ.ά.
β) Σωματική έλξη: Αυτό είναι ένα τεράστιο θέμα, που
πρόσφατα άρχισε να ερευνάται επιστημονικά. Γνωρίζουμε σήμερα ότι εκτός από την
αισθητική της εξωτερικής εμφάνισης, παράγοντες όπως η οσμή, η αφή, ο τύπος της
επιδερμίδας, η φωνή και γενικότερα ο τύπος επιμέρους χαρακτηριστικών παίζουν
σπουδαιότατο ρόλο, συχνά ασυνείδητα.
γ) Προσωπικότητα: Στοιχεία όπως η μόρφωση, η διανοητική
ανάπτυξη, η ηλικία, ο χαρακτήρας, η ιδιοσυγκρασία, τα ιδεολογικά πιστεύω, οι
προτιμήσεις, οι διάφορες ενασχολήσεις, ο τύπος της συμπεριφοράς κ.ά.
δ) Ασυνείδητοι ψυχολογικοί παράγοντες: Αυτοί λειτουργούν
ήδη και στη φυσική έλξη και στην προσωπικότητα και έχουν σχέση, όπως
προαναφέρθηκε, με την ασυνείδητη προσπάθεια αναδημιουργίας της ατμόσφαιρας και
των σχέσεων που υπήρχαν στην αρχική μας οικογένεια. Όσο πιο ανώριμο και
νευρωτικό είναι το άτομο, τόσο οι παράγοντες αυτοί παίζουν τον βασικό καθοριστικό
ρόλο στην επιλογή του συντρόφου, ο οποίος είναι συνήθως επίσης ανώριμος ή
νευρωτικός, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός δυσλειτουργικού γάμου.
Οι εμπειρίες
της παιδικής ηλικίας, ιδιαίτερα αν υπήρξαν δύσκολες και τραυματικές,
απωθούνται στο ασυνείδητο και δημιουργούν ένα σύνολο επιθυμιών, φόβων, στόχων
και αμυνών που ονομάζουμε ενδοβλήματα. Τα πρόσωπα των γονιών κυρίως αλλά και
άλλα πρόσωπα του περιβάλλοντος ενδοβάλλονται μέσω ταύτισης είτε ολόκληρα είτε κάποια
χαρακτηριστικά τους και δημιουργούν τα εσωτερικά μας πρόσωπα ή αντικείμενα .
Ειδικότερα, η θεωρία των αντικείμενοτρόπων σχέσεων σε απλουστευμένη περίληψη
διατείνεται ότι:
Το πρωταρχικό κίνητρο του ανθρώπου στη ζωή είναι η ανάγκη για μια
ικανοποιητική διαπροσωπική σχέση και όχι η ικανοποίηση των σεξουαλικών
ενστίκτων. Τα σεξουαλικά ένστικτα μπορούμε να τα εκφορτίζουμαι και εκτός
σχέσεων – δεσμών.
Επειδή το νήπιο δεν μπορεί να αλλάξει ή να εγκαταλείψει τη μητέρα του
όταν αυτή δεν το ικανοποιεί, (γιατί εκείνη την περίοδο λόγω έλλειψης εμπειριών
αλλά και περιορισμένης ψυχονοητικής ανάπτυξης δεν έχει τη δυνατότητα να
επεξεργαστεί τόσο δύσκολες συναισθηματικά καταστάσεις) αναγκάζεται να
ενδοβάλλει (αφήνοντας ασυνείδητα μνημονικά ίχνη στους νευρώνες τα οποία στη συνέχεια
λειτουργούν ως πλευρές της προσωπικότητας) τις δύσκολες, ματαιωτικές πλευρές
της σχέσης τους. Αυτά τα εσωτερικευμένα αντικείμενα, τα ενδοβλήματα, αποτελούν
ασυνείδητους ψυχολογικούς αντιπροσώπους του εξωτερικού κόσμου. Για παράδειγμα,
η μητέρα είναι καλή αλλά και κακή εξαιτίας της ματαίωσης πολλών επιθυμιών μας.
Δεν μπορώ να τη διώξω, ούτε να την αλλάξω. Τότε ενδοβάλλω τις κακές πλευρές
της, τις βάζω δηλαδή στην αποθήκη του ασυνείδητου, ώστε να εξακολουθώ να θεωρώ
τη μητέρα καλή γιατί αυτό έχω απόλυτη ανάγκη για να μπορέσω να επιζήσω.
Διαφορετικά ο κόσμος στον οποίο έχω έρθει θα είναι εξαιρετικά απειλητικός και επικίνδυνος.
Με απλά λόγια: Κλείνω τα μάτια μου στις
κακές πλευρές της, τις οποίες απωθώ στο ασυνείδητο σαν ενδοβολές
Αυτά τα
ενδοβλήματα σχηματίζουν τμήματα της προσωπικότητάς μας και υφίστανται διάφορες
μεταλλαγές κατά την πορεία της ανάπτυξής μας. Καινούργια πρόσωπα και εμπειρίες
προσθέτουν ή αφαιρούν στοιχεία από τα αρχικά εσωτερικά αντικείμενα.
Τα αντικείμενα αυτά, επειδή έχουν επιθετικές επενδύσεις, δημιουργούν
εσωτερικές συγκρούσεις ως αποτέλεσμα των συγκρούσεων με τη μητέρα. Αργότερα
ωθούμαστε να δημιουργήσουμε καινούργιες στενές σχέσεις, όπως στον γάμο, προκειμένου
να λύσουμε σε μια καινούργια σχέση τις παλιές εσωτερικευμένες συγκρούσεις. Ταυτόχρονα,
στο παράδειγμα που έχει αναφερθεί παραπάνω, χωρίς να το καταλαβαίνουμε
συνειδητά, ωθούμε τον άλλο, τον συζυγικό σύντροφο, να αλλάξει, για να
ταιριάξει με το αντίστοιχο εσωτερικό αντικείμενο. Για παράδειγμα, αν έχω
εσωτερικεύσει την εικόνα μιας κακής,
ματαιωτικής μητέρας, θα ωθήσω τη γυναίκα μου να φερθεί το ίδιο, ώστε να
ταιριάξουν οι ψυχολογικές τους εικόνες. Όταν τις ταιριάξω, τότε αρχίζω τη
σύγκρουση μαζί της, για να την κάνω να μου δώσει ό,τι μου στέρησε η μητέρα.
Γι’ αυτό η έγγαμη σχέση έχει και τεράστιες δυνατότητες θεραπείας των αρχικών
μας τραυμάτων. Αν δηλαδή η γυναίκα μου έχει τη δυνατότητα να μου δώσει ό,τι
μου στέρησε η μητέρα μου, η εσωτερική σύγκρουση, η οποία είχε οδηγήσει σε
κατάθλιψη, βελτιώνεται και με αυτό τον τρόπο βελτιώνεται ή εξαφανίζεται και η
κατάθλιψη.
Ο σύντροφος ή και τα παιδιά μας αλλά και άτομα σε κάθε είδους στενής σχέσης,
(φίλοι συνάδελφοι), εξυπηρετούν αυτές τις ανάγκες μας, γίνονται δηλαδή σχήματα
ή αποθήκες όπου προβάλλουμε ασυνείδητα τις ανάγκες μας, αλλά και ορισμένα
χαρακτηριστικά μας που τα έχουμε αρνηθεί και απωθήσει στο ασυνείδητο. .Επιλέγουμε
δηλαδή ο ένας τον άλλο προκειμένου να ξαναζήσουμε με ένα κατάλληλο πρόσωπο στοιχεία
των αρχικών διαπροσωπικών μας σχέσεων τα οποία είχαμε απωθήσει. Στην έντονη
στενή σχέση τα ξαναζούμε μέσω της λεγόμενης προβλητικής ταύτισης. Δηλαδή το
μίσος προς τη μητέρα μου, το οποίο έχω απωθήσει, το προβάλλω στη σύζυγό μου και
ταυτιζόμενος μαζί της ξέρω πώς νιώθει, με αποτέλεσμα να αρχίζει πάλι η
σύγκρουση. Το κύριο στοιχείο συζυγικής δυσαρμονίας είναι ότι οι σύζυγοι
προβάλλουν ο ένας στον άλλο στοιχεία της προσωπικότητάς τους που τα έχουν
αρνηθεί και μετά τα πολεμούν στον άλλο. Παραδείγματος χάριν, δεν έχω την ικανότητα
να αγαπώ, το προβάλλω στη σύζυγό μου και μετά της λέω: «Εσύ δεν μπορείς ν’
αγαπάς, είσαι κακή, εξαιτίας σου
υποφέρω». Ο άλλος σύζυγος κάνει το ίδιο και είναι προφανές τι τεράστιες
δυνατότητες υπάρχουν για να προκαλέσουμε δυστυχία ο ένας στον άλλο.
Από την άλλη, μπορούμε να προβάλλουμε και καλά χαρακτηριστικά ο ένας
στον άλλο. Αυτή η προβολή καλών χαρακτηριστικών δημιουργεί μια συνεχή κυκλική
επανατροφοδότηση θετικών εμπειριών και μας δίνει, έστω και για σύντομο
διάστημα, το θαυμάσιο αυτό διάλειμμα ευτυχίας που καλούμε έρωτα. Ο έρωτας
στηρίζεται ουσιαστικά στην προβολή πάνω στον άλλο στοιχείων που αγαπάμε στον εαυτό μας, οπότε στα αρχικά του
στάδια αποτελεί μια ναρκισσιστική καθαρά κατάσταση αγάπης του εαυτού μας,
δηλαδή εκείνων των στοιχείων της διαπροσωπικής σχέσης με τη μητέρα που ήταν
καλά. Σύντομα όμως τα κακά ενδοβλημένα χαρακτηριστικά ζητούν και αυτά να
έρθουν στην επιφάνεια για να ξεκαθαρίσουν παλιούς λογαριασμούς με το στενό
πρόσωπο, που τώρα βέβαια δεν είναι η μητέρα αλλά ο συζυγικός σύντροφος. Αυτό
οδηγεί στο αναπόφευκτο επόμενο στάδιο κάθε έρωτα, που είναι η απογοήτευση.
Μετά το στάδιο αυτό αν τα ενδοβλημένα εσωτερικά αντικείμενα είναι αποτέλεσμα
κυρίως μιας καλής αρχικής σχέσης, τότε η συζυγική σχέση γίνεται σιγά σιγά
καλύτερη και περισσότερο στηριγμένη σε ρεαλιστικά στοιχεία. Σε αυτό συντείνει
σημαντικά το γεγονός ότι αν η ενδοβλημένη μητρική σχέση είναι καλή, τότε κατά
κανόνα διαλέγουμε ήδη έναν παρόμοιο σύντροφο, ο οποίος ουσιαστικά δεν θα μας
απογοητεύσει. Το αποτέλεσμα είναι ένας δεύτερος έρωτας με τον σύντροφό μας,
τον οποίο ονομάζουμε πια αγάπη, επειδή είναι πιο ρεαλιστικός, πιο ουσιαστικός,
στηριζόμενος περισσότερο στην πραγματική προσωπικότητα του συντρόφου (μιας
και δεν γίνεται πλέον μαζική προβολή πάνω του) και είναι γι’ αυτό διαρκέστερος.
Τα παιδιά είναι επίσης θύματα αυτών των προβολών σε ένα γάμο.
Προβάλλουμε, όπως και στον σύντροφο, καλές ή κακές ασυνείδητες πλευρές μας και
αγαπούμε ή μισούμε τα παιδιά μας ανάλογα. Ο καθένας διαλέγει συνήθως ένα παιδί
όπου προβάλλει καλές πλευρές και ένα άλλο όπου προβάλλει κακές πλευρές του. Και
τότε τα παιδιά γίνονται ακόμη ένα πεδίο μαχών του ζεύγους.
Συμπερασματικά, οι τωρινοί μας
σύντροφοι και τα παιδιά μας είναι -σε σημαντικό ποσοστό- σκιώδεις αντιπρόσωποι
παλιών φαντασμάτων, ενσαρκώσεις των παλαιών ενδοβλημένων και εσωτερικευμένων αντικειμένων.
Το σύνολο των ενδοβολών αυτών φόβοι, όνειρα, επιθυμίες, επιθετικά αισθήματα
γύρω από τα πρόσωπα της πρώτης παιδικής μας ηλικίας αποτελούν ένα γραμμένο
ασυνείδητο σενάριο για τη ζωή μας.
Το ασυνείδητο σενάριο για τη ζωή μας το κουβαλάμε όλοι μέσα μας. Στην εφηβεία
και αργότερα στην αυτόνομη κοινωνική ζωή, με τη βοήθεια και του σεξουαλικού
ενστίκτου, το οποίο γίνεται έντονο, αρχίζουμε να ψάχνουμε για συντρόφους και
να δημιουργούμε στενές συναισθηματικές σχέσεις με άλλα άτομα έξω από την
οικογένεια μας. Το σενάριο τότε ενεργοποιείται, ζωντανεύει από τη νάρκη του
και καθορίζει σε σημαντικότατο βαθμό τη ζωής μας. Καθορίζει δηλαδή ποιους
ανθρώπους θα κάνουμε φίλους και ποιους εχθρούς, ποιους θα φοβόμαστε, ποιους θα
βρίσκουμε ελκυστικούς και βέβαια ποιον θα παντρευτούμε. Αναζητούμε δηλαδή
ανθρώπους που σαν ηθοποιοί, πρωταγωνιστές και κομπάρσοι θα ζωντανέψουν το
σενάριό μας και θα αρχίσει έτσι να παίζεται στη σκηνή του κόσμου το θεατρικό
έργο της προσωπικής μας ζωής, πότε δράμα πότε κωμωδία.
Στη θεραπεία
φέρνουμε αυτό το σενάριο στην επιφάνεια, το κάνουμε δηλαδή συνειδητό. Με αυτό
τον τρόπο η επανάληψη δεν είναι πια καταναγκαστική, αλλά ο άνθρωπος αποκτά
ελευθερία δράσης και εκλογής. Μια ελευθερία η οποία τουλάχιστον είναι πολύ
μεγαλύτερη απ’ ό,τι προηγουμένως, όπου ήταν κυριολεκτικά δεμένος στα γρανάζια
του σεναρίου του χωρίς καν να το καταλαβαίνει.
|