ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ
Μέσα από την εποπτεία αναλύονται τα συναισθήματα του θεραπευτή και γίνεται η ανάλογη επεξεργασία από τον εποπτεύοντα και από τον θεραπευτή. Η εποπτεία δεν έχει το χαρακτήρα ελέγχου ή μομφής αλλά εμπνέει στο θεραπευτή ένα αίσθημα ασφάλειας και δίνει μια καθαρή εικόνα στους θεραπευτικούς προβληματισμούς. Ταυτόχρονα ενισχύεται σταδιακά η θεωρητική κατάρτιση και η κατανόηση των μηχανισμών και των λειτουργιών που τη διέπουν.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ
Η ψυχαναλυτική τεχνική έχει σκοπό να φέρει προοδευτικά στην επιφάνεια την ασυνείδητη ψυχική δυναμική οργάνωση του ασθενούς. Η επεξεργασία της μεθόδου αυτής ακολούθησε τους μεγάλους σταθμούς της προσωπικής διαδρομής του freud. Ο freud προοδευτικά διαπίστωσε ότι οι ασθενείς κατόρθωναν συνειρμικά να ανακαλέσουν τραυματικές εμπειρίες ασυνείδητες μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Oθεραπευτής βλέπει όλες του τις δραστηριότητες πίσω από ένα ψυχαναλυτικό πρίσμα. Είναι πολύ περισσότερο από το να εφαρμόζει κάποιος μια συγκεκριμένη ψυχαναλυτική τεχνική.
Είναι αυτονόητο, ότι θα πρέπει ο θεραπευτής να πιστεύει στη δύναμη των ψυχολογικών χειρισμών. Να πιστεύει στο έργο του και στην τεχνική του, όχι με έναν τρόπο παθητικό, αλλά έχοντας ενστερνιστεί τη θεραπευτική δυνατότητα και τη φιλοσοφία της ψυχανάλυσης, ενώ παράλληλα αντλεί ικανοποιήσεις από αυτή τη δραστηριότητα. Αυτό δε σημαίνει κατάργηση της πολυμορφίας στις θεραπευτικές απαντήσεις.
Η στάση του θεραπευτή απέναντι στον θεραπευόμενο,χαρακτηρίζεται από μια σχέση ισοτιμίας που εγκαθιστά μαζί του, σε συνειδητό κα ιασυνείδητο επίπεδο. Αναφερόμαστε στην ισοτιμία της ανθρώπινης υπόστασης δύο ατόμων. Άλλωστε αυτή η στάση πηγάζει από μια ουσιαστική ψυχαναλυτική έννοια,ότι στη θεραπεία είναι ισότιμη η λειτουργία του ασυνείδητου του θεραπευτή με τηλειτουργία του ασυνείδητου του θεραπευόμενου.
Πίσω από κάθε σύμπτωμα ή παθολογική συμπεριφορά,αναζητούμε την ενδοψυχική σύγκρουση και τους ασυνείδητους μηχανισμούς που οδήγησαν στη δημιουργία της. Είναι βασική προϋπόθεση της ψυχαναλυτικής εργασίας, η αναζήτηση των αιτιών και της παθογένεσης.
Μέσω των συμβόλων, των λειτουργιών της προβολής και της μετάθεσης, στον ελεύθερο συνειρμό ή στο όνειρο, αναζητάμε τα πραγματικά βαθύτερα αίτια του συμπτώματος. Προσπαθούμε σε κάθε θεραπευόμενο να εντοπίσουμε τα ατομικά χαρακτηριστικά της ενδοψυχικής σύγκρουσης, τον τύπο της διαπλοκής των ενορμήσεων και την κυρίαρχη αντικειμενοτρόπο σχέση. Επίσης προσπαθούμε να εντοπίσουμε το ρόλο του περιβάλλοντος, τη σχέση του με τους γονείς του και με το σύντροφο. Αυτοί, ως αντικείμενα σημαντικά για τον άνθρωπο πρέπει να μην ξεχνάμε ότι είναι ενδοψυχικά μορφοείδωλα και συγχρόνως πραγματικά πρόσωπα. Τα ενδοψυχικά μορφοείδωλα είναι πάντοτε επενδεδυμένα αμφιθυμικά. Ο θεραπευτής μαθαίνει να εμπιστεύεται το ασυνείδητό του. Η διαίσθηση, μέσα από την εμπειρία της ατομικής του ανάλυσης και της εποπτείας, μπορεί να τον οδηγήσει στην υπόθεση ενός αιτίου. Μετά, μέσα από τη θεραπευτική διαδικασία και τη μελέτη του ψυχοθεραπευτικού υλικού μπορεί αυτή η υπόθεση να επικυρωθεί ή να μεταβληθεί.
Κάθε θεραπεία βασίζεται στη συναισθηματική σχέση θεραπευτή – θεραπευόμενου.
Μεταβίβαση.Αναφέρεται σε μια διαδικασία κατά την οποία ένας θεραπευόμενος μεταθέτει στον αναλυτή ιδέες και συναισθήματα που προέρχονται από προηγούμενες σχέσεις με σημαντικά πρόσωπα της ζωής του. Δημιουργεί μια σχέση με τον αναλυτή σαν ο τελευταίος να ήταν ένα πρόσωπο του παρελθόντος, επενδεδυμένο συναισθηματικά ,και τις οποίες προβάλει, εξωτερικεύει. Στο πλαίσιο της μεταβίβασης μπορούν ναπαρατηρηθούν όλα τα στοιχεία που συνθέτουν μια αντικειμενοτρόπο σχέση, όπως φαντασιώσεις, ενορμήσεις, επιθυμίες, φόβοι, θετικά η αρνητικά συναισθήματα ή μια αμυντική συμπεριφορά που προσπαθεί να καλύψει όλα τα προηγούμενα.
Η αντιμεταβίβαση ορίζεται ως το σύνολο κυρίως των ασυνείδητων συναισθημάτων που προκαλεί ο θεραπευόμενος στο θεραπευτή. Ο έλεγχος της αντιμεταβίβασης και η επεξεργασία αυτών των συναισθημάτων πρέπει να είναι από τους βασικούς στόχους της εποπτείας ώστε αυτή να λειτουργήσει αποδοτικά κατανοώντας την προβληματική του ασθενή και βοηθώντας τον στο μέγιστο δυνατό βαθμό.
Με τη σιωπή μας, όταν ο θεραπευόμενος εκφράζεται, τον βοηθούμε να ρυθμίσει την απόσταση από το αμφιθυμικό αντικείμενο που είμαστε εμείς οι θεραπευτές για εκείνον. Στις εποπτείες είναι δύσκολο να πεισθούν,κυρίως οι πιο νέοι θεραπευτές, ότι δεν είναι απαραίτητο να μιλάνε συνεχώς και να δίνουν ερμηνείες και ότι το πλέον σημαντικότερο είναι το ότι βρισκόμαστε εκεί. Εξάλλου τα εργαλεία μας είναι ο ελεύθερος συνειρμός του αρρώστου και τα όνειρα. Με τονα παρεμβαίνουμε συνεχώς, χωρίς δεύτερη σκέψη, είναι σαν να τον αφοπλίζουμε και ουσιαστικά να αφοπλίζεται το θεραπευτικό έργο.
Η ψυχοδυναμική ψυχαναλυτική εποπτεία είναι μια μορφή εκπαίδευσης από έναν παλαιότερο προς έναν νεότερο. Λειτουργούμε με ένστικτο και συναίσθημα. Για να γίνει αυτό χρειάζεται μια ενορμητική επένδυση στο αντικείμενο που σημαίνει ότι αγαπάω αυτό που κάνω.
Οι εποπτείες χρειάζεται να είναι καθορισμένες κα ισυστηματικές και κατά το ελάχιστο μια φορά την εβδομάδα.
Μέσα από την εποπτεία αναλύονται τα συναισθήματα του θεραπευτή και γίνεται η ανάλογη επεξεργασία από τον εποπτεύοντα.Η εποπτεία δεν έχει το χαρακτήρα ελέγχου ή μομφής αλλά εμπνέει στο θεραπευτή ένα αίσθημα ασφάλειας και δίνει μια καθαρή εικόνα στους θεραπευτικούς προβληματισμούς. Ταυτόχρονα ενισχύεται σταδιακά η θεωρητική κατάρτιση και η κατανόηση των μηχανισμών και των λειτουργιών που τη διέπουν.
Κάτω από αυτές τις διαδικασίες, ο εποπτευόμενος νιώθει ότι έχει μια συγκεκριμένη πορεία και ότι κατέχει τον άξονα της θεραπευτικής διεργασίας. Αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει ένα βαθύτερο νόημα πίσω από το υλικό των συνεδριών. Με την παραγωγικά υπερεγωτική στάση του εποπτεύοντα, ο εποπτευόμενος θεραπευτής μπορεί να αξιολογήσει και να αξιοποιήσει θετικά το θεραπευτικό του έργο. Γιατί με τη χαμηλή, συνήθως,αυτοεκτίμησή του λόγω της απειρίας, ο νέος θεραπευτής έχει ανάγκη όχι μόνο να ενθαρρυνθεί αλλά και να εξασφαλίσει την αναγκαία επικύρωση, ότι σκέφτηκε και αισθάνθηκε σωστά και ότι έκανε τους κατάλληλους χειρισμούς.
Μέσα σε αυτό το κλίμα ασφάλειας ως προς την πορεία του περιστατικού, ο εποπτευόμενος μπορεί να συνδέει το υλικό των συνεδριών και την σημερινή πραγματικότητα του θεραπευόμενου, με το παρελθόν. Το σημαντικότερο όμως αποτέλεσμα της εποπτικής διαδικασίας είναι ότι ο νέος θεραπευτής μπορεί να αντλεί ικανοποιήσεις από το ψυχοθεραπευτικό έργο.
Οι αρχάριοι θεραπευτές συνήθως διαθέτουν την πρώτη ύληγια να ασκήσουν αυτό το επάγγελμα. Τα ανθρώπινα όντα έχουν περισσότερες ομοιότητες παρά διαφορές. Μολονότι μπορεί να προκαλεί φόβο ένας ασθενής ο οποίος είτε είναι τριάντα χρόνια μεγαλύτερος από το θεραπευτή, είτε διαθέτει μόνο τη στοιχειώδη εκπαίδευση, είτε έχει την τάση να κάνει ρατσιστικά ή σεξιστικά ή ομοφυλοφοβικά σχόλια, είτε συμμετέχει σε εκκεντρικές σεξουαλικές δραστηριότητες, ο ψυχικός πόνος είναι ένας αντισταθμιστικός παράγοντας με το ίδιο αποτέλεσμα σε όλους. Τα περισσότερα άτομα μπορούν να βοηθηθούν και από ένα νέο και άπειρο θεραπευτή με την προϋπόθεση ότι τους φέρεται με σεβασμό, ειλικρίνεια και κάνει σωστή χρήση της εποπτείας του.
Οι επαγγελματίες, ανεξάρτητα από την εμπειρία τους, όχι μόνο μπορούν να βοηθήσουν θεραπευόμενους με τους οποίους αρχικά δεν φαίνεται να έχουν κάτι κοινό, αλλά σαν αναλυτικοί θεραπευτές μπορούν ακόμα να βοηθήσουν άτομα με τρομακτικά και αλλοτριωτικά προβλήματα, όπως είναι τα ψυχωτικά επεισόδια, οι εξαρτήσεις, τα περίπλοκα μετατραυματικά σύνδρομα αλλά και άλλες καταστάσεις όπως οι διαταραχές της προσωπικότητας, η κατάθλιψη, οι φοβίες, οι κρίσεις πανικού και οι κρίσεις των σχέσεων.
Υπάρχει διαθέσιμη γνώση για αυτά τα προβλήματα στηνπολύχρονη παράδοση της θεραπείας σε βάθος. Οι περισσότεροι από μας που πασχίζουμε να βοηθήσουμε δύσκολους ασθενείς, καταφέραμε να βρούμε επόπτες,συμβούλους και βιβλιογραφία, που επέφεραν μια ανακουφιστική τάξη στο χάος της αδυναμίας και του άγχους που συνήθως αυτοί οι ασθενείς μας βυθίζουν. |