. Όταν ένα βρέφος βρίσκεται υπό την πίεση της πείνας και
της δίψας, βιώνει μια κατάσταση έντονης σωματικής δυσφορίας, την οποία μπορεί
να καταπραύνει το στήθος της μητέρας (κάτι που ο Φρόυντ θεωρεί ως την αρχέγονη
εμπειρία της ικανοποίησης). Από σωματική άποψη, τα επίπεδα γλυκόζης του βρέφους
είναι χαμηλά (υπογλυκαιμία), γιατί τα αποθέματα ενέργειάς του έχουν εξαντληθεί,
διψάει, κάτι που με βιολογικούς όρους μεταφράζεται σε υπερωσμογραμμομοριακότητα
του πλάσματος του αίματός του. Δηλαδή, η συγκέντρωση άλατος στο αίμα του είναι
υψηλότερη από τη φυσιολογική: το παιδί έχει αφυδατωθεί. Αυτές οι βιολογικές
μεταβλητές, η γλυκαιμία και η ωσμογραμμομοριακότητα, ανιχνεύονται από τον
υποθάλαμο του εγκεφάλου, όπου ενεργοποιούνται εξειδικευμένοι νευρώνες,
ευαίσθητοι στη γλυκαιμία και την ωσμογραμμομοριακότητα αντίστοιχα (Koizumi). Ανά πάσα στιγμή ο εγκέφαλος «διαβάζει»
την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το σώμα.
Επομένως,
εδώ έχουμε να κάνουμε με μια απολύτως συγκεκριμένη, αντικειμενική σωματική κατάσταση,
που χαρακτηρίζεται από υπογλυκαιμία και υπερωσμογραμμομοριακότητα του
πλάσματος, οι οποίες ανιχνεύθηκαν από τον εγκέφαλο. Αυτή η διαταραχή της
ομοιόστασης μπορεί να αντιστοιχεί στην κατάσταση δυσφορίας του βρέφους, όπως
την όρισε ο Φρόυντ (Freud 1926/1973(5).
Το βρέφος βιώνει τούτη την ένταση ως μια εμπειρία δυσαρέσκειας, η οποία εκδηλώνεται λόγου χάρη μέσω του κλάματος. Όμως αυτό το κλάμα γίνεται
αντιληπτό απ’ το παιδί: αφ’ ενός το προκαλεί και αφ’ ετέρου το ακούει.
Πρόκειται τελικά για μια αντίληψη, μια αντίληψη της εξωτερικής πραγματικότητας.
Εδώ λοιπόν έχουμε να κάνουμε με μια πρότυπη περίπτωση σωματικής κατάστασης
(υπογλυκαιμία, υπερωσμογραμμομο- ριακότητα) που συσχετίζεται με μια αντίληψη
του εξωτερικού κόσμου (κλάμα). Σε τούτο το κλάμα, ο άλλος αντιδρά. Η μητέρα
πλησιάζει το βρέφος και εμφανίζει το στήθος της, μια πηγή γλυκόζης, άλλων
ενεργειακών υποστρωμάτων, και υγρών. Η συγκεκριμένη πράξη, η οποία επιτελείται
την ίδια στιγμή που η επίμονη δυσαρέσκεια του παιδιού συνδέεται με
συγκεκριμένη σωματική κατάσταση, αποκαθιστά αρκετά γρήγορα τις φυσιολογικές
τιμές γλυκαιμίας και ωσμογραμμομοριακότητας. Τούτη η αλυσίδα γεγονότων οδηγεί
σε εκφόρτιση της έντασης που συνδέεται με τη σωματική κατάσταση δυσαρέσκειας.
Τη δυσαρέσκεια την ακολουθεί ευχαρίστηση, αυτή η περίφημη εμπειρία
ικανοποίησης που περιγράφει ο Φρόυντ στο έργο του Σχεδίασμα για μια
επιστημονική ψυχολογία (Freud !895/1956α). Αποτέλεσμα της συγκεκριμένης πράξης του
άλλου είναι ότι το βρέφος περνά από μια κατάσταση δυσφορίας σωματικής
προέλευσης σε μια κατάσταση ευφορίας, την οποία ο Φρόυντ συνδέει με την έννοια
της ηδονής. Σε αυτή τη βάση πραγματοποιείται εντέλει η αποτύπωση της
εμπειρίας, μέσω των μηχανισμών της πλαστικότητας.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η σωματική
κατάσταση του παιδιού γεννά μια ζωτική ορμή που καταλήγει σε κλάμα. Αυτό το
κλάμα καθαυτό αποτελεί μια κραυγή του έμβιου όντος, χωρίς να υπάρχει σε αυτό το
στάδιο ψυχική σκοπιμότητα, άρα ούτε και συγκεκριμένο νόημα. Όμως ταυτόχρονα
πυροδοτεί την πράξη του άλλου, μια πράξη που φέρνει ανακούφιση. Με αυτό τον τρόπο
προκύπτει ένας πρώτος συγχρονικός συσχετισμός μεταξύ τριών αντιλήψεων: της
αντίληψης της απορρυθμισμένης σωματικής κατάστασης, της αντίληψης του κλάματος
και, τέλος, της αντίληψης της ανακούφισης που προσφέρει το ζεστό, θρεπτικό υγρό
του μητρικού μαστού.
Έτσι, μέσω
των μηχανισμών της πλαστικότητας δημιουργείται ένα ίχνος που γίνεται μνημονικό
ίχνος, ασυνείδητο μεν σε αυτό το στάδιο, αλλά υπαρκτό. Για να επανέλθουμε στους όρους που
χρησιμοποιήσαμε παραπάνω, συγκροτείται εν ολίγοις ένα νέο ίχνος από τον συσχετισμό
δύο πρωταρχικών σημαινόντων: στο παράδειγμά μας, του σήματος της αντίληψης του
κλάματος και του σήματος της αντίληψης του παρουσιαζόμενου μαστού. Επιπλέον,
μια συγκεκριμένη σωματική κατάσταση συσχετίζεται με την αντίληψη που συνδέεται
με το κλάμα.
Εάν δούμε
το παραπάνω παράδειγμα υπό το πρίσμα της θεωρίας της ψυχικής ενέργειας
του Φρόυντ, μπορούμε να πούμε ότι η σωματική κατάσταση πυροδοτεί μια ζωτική
ορμή, η οποία ωθεί προς την κατεύθυνση της εκφόρτισης τούτης της δυσάρεστης
σωματικής κατάστασης. Το εξωτερικό αντικείμενο -ο μαστός της μητέρας-
επιτρέπει μια τέτοια εκφόρτιση. Επομένως, η πράξη του άλλου είναι εκείνη που
επιτρέπει την εκφόρτιση, καταλήγοντας στην ικανοποίηση της ζωτικής ορμής. Έτσι,
μια σωματική κατάσταση, δηλαδή αντιλήψεις προερχόμενες από τον εσωτερικό κόσμο,
συσχετίζεται με γεγονότα που προέρχονται από τον εξωτερικό κόσμο.
Εδώ λοιπόν
έχουμε να κάνουμε με ένα απλό αρθρωτό σχήμα το οποίο συσχετίζει μια σωματική
κατάσταση, μια αντίληψη και την εκφόρτιση μιας ορμής που συνδέεται με τη
σωματική κατάσταση. Τούτη η εκφόρτιση γίνεται μέσω του άλλου, συγκεκριμένα
μέσω ενός αντικειμένου, του μαστού. Ποια
είναι όμως η θέση αυτού του αντικειμένου στην αλυσίδα των αποτυπώσεων; Μέσω της
απόκρισης του άλλου, ο μαστός συσχετίζεται με το κλάμα. Κατά συνέπεια, ό,τι
συσχετίζεται με το κλάμα, λόγου χάρη η μεταβολή της σωματικής κατάστασης
δυσφορίας σε ηρεμία, συσχετίζεται επίσης με τον μαστό. Ποια είναι όμως η θέση
αυτού του μαστού; Στα πρώτα στάδια δημιουργίας τού εν λόγω δικτύου συσχετισμών,
ο μαστός είναι πράγματι ένα απτό αντικείμενο, από σάρκα. Οι διεργασίες της
μεταγραφής το αποσυνδέουν από την αρχική του κατάσταση. Ένα ίχνος της εμπειρίας
υποκαθιστά την ίδια την εμπειρία: ένα μνημονικό ίχνος. Επομένως, έχουμε από τη
μία πλευρά το αντικείμενο που ενεπλάκη στην εμπειρία, και από την άλλη το ίχνος
της εμπειρίας, το οποίο εμπλέκει μεν το αντικείμενο, αλλά υπό μορφή αναπαράστασης,
δηλαδή -κυριολεκτικά- παρουσίας του αντικειμένου εν τη απουσία του. Κατά τον
Φρόυντ, αυτό αποτελεί περίπτωση αντίληψης χωρίς αντικείμενο, την οποία μάλιστα
ονομάζει ψευδαίσθηση του αντικειμένου.
Απ’ αυτό το σημείο και πέρα, το αντικείμενο δεν μπορεί να είναι παρά μόνο
ένα σύμβολο του πρώτου αντικειμένου που συσχετίστηκε με την αποτύπωση της
εμπειρίας. Το αντικείμενο έχει ουσιαστικά διασπαστεί
στο πρώτο αντικείμενο και στο αντικείμενο που εμπλέκεται στη συνέχεια μέσω της
αναπαράστασης. Το παραπάνω μοντέλο λοιπόν καταδεικνύει την απαραίτητη διάκριση
ανάμεσα στο αντικείμενο που μετατρέπεται σε αναπαράσταση και στο πράγμα που
αντιστοιχεί στο πραγματικό αντικείμενο της αρχικής εμπειρίας.
Κατά την πρώτη φάση συσχετισμού μιας σωματικής κατάστασης
και ενός αντικειμένου που επιτρέπει την ικανοποίηση, το αντικείμενο και το
πράγμα ταυτίζονται, όπως συμβαίνει στο ζεύγος, αντίληψη – ίχνος. Απ’ τη στιγμή που θα εδραιωθούν καλά τούτοι οι
αρχικοί συνειρμοί (πείνα/δίψα/κλάμα/μαστός/εκφόρτιση), μπορούμε να φανταστούμε
και άλλα γεγονότα. Λόγου χάρη, το παιδί είναι στο δωμάτιό του, πεινασμένο και
διψασμένο, κλαίει· η μητέρα το ακούει και ανοίγει την πόρτα. Ανοίγοντας ή
κλείνοντας, τούτη η πόρτα παράγει έναν συγκεκριμένο ήχο. Σιγά σιγά, το βρέφος
δημιουργεί έναν δεύτερο συσχετισμό ανάμεσα στον ήχο της πόρτας και στον μητρικό
μαστό, ο οποίος θα εμφανιστεί μερικά δευτερόλεπτα αργότερα. Επομένως,
δημιουργείται ένας νέος συσχετισμός ανάμεσα στο κλάμα και στον ήχο της πόρτας
που ανοίγει ή κλείνει, που πολύ σύντομα θα επιφέρει εκφόρτιση. Εδώ, το
αντικείμενο και το πράγμα είναι διαχωρισμένα απ’ την αρχή, δηλαδή το
αντικείμενο που επιφέρει ικανοποίηση δεν είναι πλέον το πράγμα, ο πραγματικός
μαστός. Το αντικείμενο εδώ βρίσκεται ήδη σε απόσταση: ο ήχος της πόρτας εκπροσωπεί
πλέον ό,τι μπορεί να επιφέρει ικανοποίηση. Ο μαστός παραμένει το πράγμα, αλλά
στο ψυχικό κατασκεύασμα του βρέφους έχει ήδη συντελεστεί ένας πρώτος
διαχωρισμός ανάμεσα στο αντικείμενο και στο πράγμα. Το αντικείμενο που
συσχετίζεται με την εμπειρία της ικανοποίησης είναι υλικά απομακρυσμένο από το
πράγμα: ο ήχος της πόρτας είναι κάτι τελείως διαφορετικό από τον μαστό της
μητέρας! Παρ’ όλα αυτά, οι δύο αντιλήψεις «δένονται» μέσω των μηχανισμών της
συναπτικής πλαστικότητας σε ένα νέο σημαίνον, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για
την εμπειρία της ικανοποίησης.
Ας προχωρήσουμε όμως λίγο παραπέρα. Το
παιδί μεγαλώνει και δεν έχει πια ανάγκη τον μητρικό μαστό μπορεί σε γενικές
γραμμές να τραφεί μόνο του. Ωστόσο, η παρουσία της μητέρας παραμένει μια
ευχάριστη εμπειρία μπροστά στις δυνάμει δυσάρεστες σωματικές καταστάσεις, όπως
όταν κλαίει, νιώθει μοναξιά ή έχει χτυπήσει. Η εμφάνιση της μητέρας είναι μια
πηγή ανακούφισης, δηλαδή μπορεί να δώσει
τέλος στη δυσαρέσκεια του παιδιού. Δυστυχώς όμως, αυτό συνεπάγεται και το
αντίθετο: ο συσχετισμός μπορεί να είναι τόσο ισχυρός ώστε η απουσία της
μητέρας να γίνεται πηγή δυσαρέσκειας και άγχους, η οποία ενδεχομένως
συσχετίζεται και με μια σωματική κατάσταση δυσφορίας. Εάν μείνει μόνο του, το
παιδί θα αναζητήσει την ανακούφιση, χρησιμοποιώντας ίσως το ίδιο του το σώμα,
λόγου χάρη πιπιλώντας ψυχαναγκαστικά το δάχτυλό
του. Οι πράξεις καθαυτές συσχετίζονται με σωματικές καταστάσεις που εκλαμβάνονται
ως ευχάριστες. Ενίοτε μάλιστα, η εκφόρτιση αναζητείται ακόμη και μέσω της
αναδυόμενης σεξουαλικότητας, ιδίως μέσω του παιδικού αυνανισμού, καταλήγοντας
σε ιδιαίτερα έντονες αντιλήψεις που αναμφίβολα συσχετίζονται με μείζονες νευροενδοκρινικές
μεταβολές. (Pierre magistretti - Francois Ansermet, Τα ίχνη της εμπειρίας )