Sigmund Freud πρωτομελέτησε τις επιπτώσεις των ασυνείδητων νοητικών λειτουργιών πάνω στη συμπεριφορά, προσπάθησε να υιοθετήσει ένα νευρικό πρότυπο συμπεριφοράς, σε μια προσπάθεια ανάπτυξης μιας επιστημονικής ψυχολογίας στο έργο του Σχέδιο για μια επιστημονική ψυχολογία.
ο Sigmund Freud
πρωτομελέτησε τις επιπτώσεις των ασυνείδητων νοητικών λειτουργιών πάνω στη
συμπεριφορά, προσπάθησε να υιοθετήσει ένα νευρικό πρότυπο συμπεριφοράς, σε μια
προσπάθεια ανάπτυξης μιας επιστημονικής ψυχολογίας στο έργο του Σχέδιο για μια
επιστημονική ψυχολογία. Ο Freud ήταν ο πρώτος που
κατέδειξε την ινώδη μορφολογία του κυτταροπλάσματος των νευρικών κυττάρων.
Μελετώντας το Σχέδιο
για μια επιστημονική ψυχολογία υπό το φως των πρόσφατων
νευροβιολογικών μας γνώσεων, μπορούμε να εντοπίσουμε αρκετά σημεία που
διατηρούν την ισχύ τους έως και σήμερα. Για παράδειγμα, ο Freud
υιοθετεί τη θεωρία των μεμονωμένων νευρώνων που συνδέονται μεταξύ τους με
συνάψεις (φραγμούς επαφής, σύμφωνα με
την ορολογία του Freud). ο Freud δεν ήταν δυνατόν εκείνα
τα χρόνια να φανταστεί ποια θα μπορούσε να είναι η βιολογική βάση αυτού του
προστατευτικού μηχανισμού. Πρόσφατες μελέτες, όμως, έχουν δείξει ότι το
«χαμηλής επικινδυνότητας» αλληλόμορφο γονίδιο του μεταφορέα του νευροδιαβιβαστή
σεροτονίνη παρέχει στο άτομο ένα είδος προστασίας από τις δυσμενείς επιδράσεις
του περιβάλλοντος. Αντιθέτως, μια μετάλλαξη του ίδιου γονιδίου αυξάνει στο
τριπλάσιο τις πιθανότητες εμφάνισης κατάθλιψης σε άτομα που είχαν την εμπειρία
στρεσογόνων ερεθισμάτων στα πέντε πρώτα χρόνια της ζωής τους.
Όμως τα
χρόνια περνούν και οι επιστήμες του εγκεφάλου βρίσκονται στη φάση μιας
επανάστασης παρόμοιας με εκείνη της μοριακής βιολογίας κατά τις τελευταίες
δεκαετίες του 20ού αιώνα, όταν έγινε και η αποκρυπτογράφηση του γονιδιώματος
του ανθρώπου. Έννοιες όπως συνείδηση και ασυνείδητο είναι δυνατόν να
συζητηθούν όχι μόνο με βάση την ψυχολογία ή την ψυχανάλυση, αλλά και. σε νεύροβιολογική
βάση.
Μια πολύ σημαντική γέφυρα μεταξύ οργανικού
και ψυχολογικού είναι η πλαστικότητα του εγκεφάλου. Όπως είναι γνωστό, εκείνο
που αναδείχθηκε μέσα από τη μελέτη των πλαστικών αλλαγών του εγκεφάλου είναι
ότι η εμπειρία αφήνει ένα μνημονικό ίχνος στο νευρωνικό δίκτυο. Αυτό σημαίνει
ότι πέρα από καθετί το εγγενές, πέρα από ό,τι υπάρχει εξαρχής και οφείλεται στη
γονιδιακή μας σύσταση, εκείνο που αποκτάται με την εμπειρία αφήνει ένα ίχνος που τροποποιεί
ό,τι υπήρχε προηγουμένως. Ένα γεγονός που βιώνεται μια δεδομένη χρονική στιγμή
μπορεί να παραμείνει. Το γεγονός αφήνει ίχνος και ο χρόνος ενσαρκώνεται. Στο
επίπεδο της συνείδησης, η ενσάρκωση του χρόνου αποτελεί το υπόστρωμα της
δηλωτικής μνήμης.
Πριν από
15 περίπου χρόνια, ο Eric Kandel υποστήριξε ότι ένα
μέρος του ασυνείδητου εγώ, που το ονομάζει διαδικαστικό ασυνείδητο, δεν έχει απωθηθεί και
σχετίζεται με ασυνείδητες συνήθειες, αντιληπτικές και κινητικές ικανότητες
καταγεγραμμένες στη διαδικαστική (άδηλη) μνήμη. Πολλές αλλαγές οι οποίες λαμβάνουν
χώρα κατά την ψυχανάλυση σχετίζονται με αυτό το μέρος του ασυνείδητου. Δηλαδή,
η πρόοδος κατά την ψυχαναλυτική διαδικασία δεν εξαρτάται μόνο από τη συνειδητόποίηση
του απωθημένου ασυνείδητου, όπως υποστήριξε ο Freud. Δεν απαιτείται, με
άλλα λόγια, η μεταφορά του ασυνείδητου στο επίπεδο της συνείδησης. Η πρόοδος
κατά την ψυχανάλυση συνίσταται στην αύξηση της κλίμακας των διαδικαστικών
στρατηγικών που διαθέτει το άτομο προκειμένου να υπάρξει και να πράξει. Κατά τη γνώμη μου, αυτές
οι ιδέες αποτέλεσαν μια πολύ καλή αρχή για έναν διάλογο μεταξύ ψυχανάλυσης και
νευροεπιστήμης, και βρίσκονται σε συμφωνία με τις απόψεις που έχουν διατυπωθεί
από εξαιρετικά σημαντικούς ψυχαναλυτές, όπως ο Otto Kernberg και
ο Mauro Mancia.
|