Ψυχοπαθητική προσωπικότητα
Έχει και άλλες ονομασίες, όπως αντικοινωνική ή αμοραλιστική προσωπικότητα. Συχνότερη στους άνδρες, μέχρι και σε ποσοστό 80% ως προς τις γυναίκες. Χαρακτηριστικά της είναι μια γενικευμένη και επίμονη αποφυγή συμμόρφωσης στους κοινωνικούς κανόνες, εγωκεντρικότητα, ανευθυνότητα, ψευδολογία, παρορμητικότητα και σεξουαλική προκλητικότητα. Η συμπεριφορά βρίσκεται σε κατάφωρη αντίθεση με τους κρατούντες κοινωνικούς κανόνες, προς τους οποίους δεν υπάρχει καμία αίσθηση σεβασμού. Οι ψυχοπαθητικοί είναι άτομα ανίκανα να νιώσουν ενοχή, να προβλέψουν τις συνέπειες των πράξεών τους, να διδαχθούν από την εμπειρία και να αξιολογήσουν την τιμωρία. Ρίχνουν σε άλλους τις ευθύνες των δικών τους πράξεων. Διακατέχονται από χαρακτηριστική συναισθηματική σκληρότητα και αδιαφορία για τα αισθήματα των άλλων, τους οποίους, όταν μπορούν, χρησιμοποιούν ως αντικείμενα. Είναι εξαιρετικά ικανοί να δημιουργούν διαπροσωπικές σχέσεις, τις οποίες, όμως, γρήγορα καταστρέφουν. Δεν ανέχονται την παραμικρή ματαίωση και αντιδρούν σε αυτήν με ευερεθιστότητα και επιθετικότητα, που φθάνει σε επίπεδα σκληρής βιαιότητας. Στα διαγνωστικά κριτήρια περιγράφεται ένας εκτεταμένος τύπος περιφρόνησης και παραβίασης των δικαιωμάτων των άλλων από την ηλικία των 15 ετών, όπως φαίνεται από τρία (ή περισσότερα) από τα παρακάτω:
1. αδυναμία του ατόμου να συμμορφωθεί με τις κοινωνικές σταθερές αναφορικά με σύννομη συμπεριφορά, όπως φαίνεται από επαναλαμβανόμενες πράξεις που αποτελούν αιτίες σύλληψης,
2. εξαπάτηση, όπως φαίνεται από επανειλημμένα ψέματα, χρήση πλαστών ονομάτων ή εξαπάτηση άλλων ατόμων για προσωπικό κέρδος ή ευχαρίστηση,
3. παρορμητικότητα ή αδυναμία να κάνει σχέδια εκ των προτέρων,
4. ευερεθιστότητα και επιθετικότητα, όπως φαίνεται από επανειλημμένους καβγάδες όπου έρχεται στα χέρια ή βιαιοπραγίες,
5. απερίσκεπτη περιφρόνηση της ασφάλειας του εαυτού ή των άλλων,
6. σταθερή ασυνέπεια, όπως φαίνεται από επανειλημμένη αδυναμία να διατηρήσει σταθερή εργασιακή συμπεριφορά ή να εκπληρώσει οικονομικές υποχρεώσεις, και
7. έλλειψη τύψεων, όπως φαίνεται από το ότι το άτομο είναι αδιάφορο ή εκλογικεύειτο ότι πλήγωσε, κακομεταχειρίστηκε ή έκλεψε από κάποιον άλλον.
Η συχνότητα αυτής της διαταραχής είναι μεγάλη σε συγκεκριμένους πληθυσμούς, όπως σε άτομα προερχόμενα από διαλυμένες οικογένειες, άτομα με σεξουαλικές ανωμαλίες, χρήστες ψυχοδραστικών ουσιών (Μεταξάς, 1979). Μεγάλο ποσοστό των ατόμων αυτών βρίσκεται σε διαρκή σύγκρουση με τον νόμο, λόγω των υψηλών ποσοστών παραβατικότητας και εγκληματικότητας που παρουσιάζει. Η θνησιμότητά τους είναι υψηλή, κυρίως στις νεανικές ηλικίες, και προκαλείται από τη βίαιη συμπεριφορά, την ανεξέλεγκτη σεξουαλική ζωή, τα ατυχήματα, τις αυτοκτονίες και την κατάχρηση ουσιών. Η αιτιοπαθογένειά της δεν είναι τεκμηριωμένη. Οι περισσότερες μελέτες έχουν γίνει σε πληθυσμούς φυλακισμένων ή αποφυλακισμένων εγκληματιών και αυτό αποτελεί μείζον μεθοδολογικό πρόβλημα, αφού η ψυχοπαθητική προσωπικότητα και η εγκληματικότητα, παρά την αναμφισβήτητη και εκτεταμένη αλληλοκάλυψή τους, δεν ταυτίζονται αναγκαστικά. Η κακοποίηση, η παραμέληση ή η εγκατάλειψη κατά την παιδική ηλικία είναι σημαντικοί παράγοντες που εμπλέκονται στην αιτιοπαθογένεια αυτής της διαταραχής (Luntz & Widom, 1994). Άλλοι παράγοντες, όπως κληρονομικότητα, περιγεννητικοί τραυματικοί παράγοντες ή πρώιμες εγκεφαλικές βλάβες, έχουν ενοχοποιηθεί, και πάντως η διερεύνηση του οργανικού υποστρώματος (Dolan, 1994) πάσχει από ασάφεια32 και έλλειψη σοβαρής τεκμηρίωσης.
|