ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ
Δεν υπάρχει αμφιβολία σχετικά με την εικόνα που παρουσιάζει η κλινική κατάθλιψη. Μάλιστα πολλοί θεραπευτές είχαμε την κακή τύχη να υποφέρουμε κάποτε και οι ίδιοι. Η αδιάκοπη λύπη, η έλλειψη ενεργητικότητας, η ανηδονία, δηλαδή η ανικανότητα να αντλήσει κανείς χαρά από τις συνηθισμένες απολαύσεις της ζωής, καθώς και νευροφυτικές διαταραχές, όπως προβλήματα στην λήψη τροφής, στον ύπνο ΚΑΙ στους βιολογικούς ρυθμούς αυτών Των ασθενών, είναι ολοφάνερα συμπτώματα.
Ο Freud (1917a) ήταν ο πρώτος συγγραφέας που σύγκρινε τις καταθλιπτικές (<<μελαγχολικές>>) καταστάσεις με τη φυσιολογική διεργασία του πένθους. Παρατηρήστε ότι η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στις δυο καταστάσεις εντοπίζεται στο ότι στις φυσιολογικές αντί -δράσεις θλίψης ενός ατόμου, ο εξωτερικός κόσμος βιώνεται ως συρρικνωμένος (όταν, για παράδειγμα έχει χάσει ένα σημαντικό πρόσωπο), ενώ στις καταθλιπτικές καταστάσεις αυτό που βιώνεται ως χαμένο ή κατεστραμμένο είναι ένα τμήμα του εαυτού του ατόμου. Σε ορισμένα σημεία, λοιπόν, στην κατάθλιψη είναι το αντίθετο του πένθους. Τα άτομα που θρηνούν με φυσιολογικό τρόπο δεν παθαίνουν κατάθλιψη, ακόμη και όταν αισθάνονται διάχυτη λύπη κατά τη χρονική περίοδο που ακολουθεί το θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου ή μια άλλη απώλεια.
Οι γνωστικές, συναισθηματικές, φαντασιακές και αισθητηριακές διεγέρσεις , που είναι τόσο εντυπωσιακές σε μια ξαφνική κλινική, λειτουργούν με ένα οργανωτικό και αυτοδιαινιζόμενο τρόπο στον ψυχισμό όσων από εμάς έχουμε καταθλιπτική προσωπικότητα (Laughlin, 1956,1967)
O Greenson (1967) αναφερόμενος στη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην καταθλιπτική ευαισθησία και στις ιδιότητες που απαιτείται να διαθέτουν οι επιτυχημένοι θεραπευτές, έφτασε μέχρι του σημείου να υποστηρίξει ότι όσοι ψυχαναλυτές δεν έχουν βιώσει στο παρελθόν μια σοβαρή κατάθλιψη και να την έχουν θεραπευσει μέσα από τη διαδικασία της προσωπικής του ανάλυσης, είναι πιθανό να βρίσκονται σε μειονεκτική θέση στην εργασία τους ως θεραπευτές .
Αρκετές μελέτες που πραγματοποιήθηκαν σε οικογενειακά ιστορικά και έρευνες με διδύμους και υιοθετημένα άτομα έχουν δείξει ότι ένα άτομο μπορεί να κληρονομήσει την τάση για κατάθλιψη. Είναι σαφές ότι η κατάθλιψη εμφανίζεται σε πολλά μέλη της οικογένειας, παρόλο που κανένας δεν έχει ακόμη αξιολογήσει με βεβαιότητα το βαθμό στον οποίο γονείς που είναι καταθλιπτικοί συμπεριφέρονται στα παιδιά τους με τρόπους που δημιουργούν το υπόβαθρο για να αναπτύσσουν και εκείνα δυσθυμικες αντιδράσεις.
Oι <<στοματικές>> ιδιότητες των ατόμων με καταθλιπτικό χαρακτήρα ενίσχυσαν αυτή την υπόθεση. Παρατηρήθηκε έπεισες ότι τα καταθλιπτικά άτομα συχνά είναι υπέρβαρα , συνήθως τους αρέσει να τρώνε , να καπνίζουν , να πίνουν , να μιλούν , να φιλούν και να επιδίδονται σε άλλες στοματικές απολαύσεις , καθώς και ότι έχουν την τάση να περιγράφουν την σωματική τους εμπειρία κατ' αναλογία με την τροφή και το αίσθημα της πείνας. Η ιδέα ότι τα καταθλιπτικά άτομα έχουν υποστεί καθήλωση στο στοματικό στάδιο παραμένει δημοφιλής μεταξύ των ψυχαναλυτών ,πιθανώς τόσο λόγω της διαισθητικής έλξης που ασκεί μια τέτοια διατύπωση , όσο και εξαιτίας της θεωρητικής ισχύος. Όταν , κάποτε, ένας από τους επόπτες μου σχολίασε ότι αντιλαμβάνομαι τον κάθε ασθενή μου ως πεινασμένο ,αντιμετωπίζοντας με αυτό τον τρόπο την τάση μου να μεταβιβάζω καταθλιπτικά μου προβλήματα σε όλους τους ασθενείς μου, κατάφερνα να αρχίσω να διακρίνω ανάμεσα στους ασθενείς που είχαν την ανάγκη να τους ρωτήσει κάποιος για πιο λόγο δεν έμαθαν να μαγειρεύουν.
Παρατηρήθηκε ότι τα άτομα που βιώνουν καταθλιπτικές καταστάσεις κατευθύνουν το μεγαλύτερο μέρος των αρνητικών τους συναισθημάτων μακριά από τους άλλους, προς τον εαυτό τους , με αποτέλεσμα να μισούν τον εαυτό τους με τρόπο που δε αναλογεί προς τις πραγματικές τους αδυναμίες. Την εποχή που οι όροι <<λίμπιντο>> και επιθετικότητα αποτελούν τα κυρίαρχα κίνητρα της ανθρώπινης ψυχολογίας, η κατάσταση της κατάθλιψης είχε περιγράφει ως <<σαδισμός(επιθετικότητα) εναντία στον εαυτό>> ή ως << θυμός στραμμένος προς τα μέσα>>. Εξαιτίας της κλινικής της χρησιμότητας η διατύπωση αυτή ήταν ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη από τους συναδέλφους του Freud, οι οποίοι άρχισαν να βοηθούν τους ασθενείς τους στην ανίχνευση και αναγνώριση όσων τους είχαν θυμώσει υπερβολικά , ώστε η παθολογική διεργασία να αντιστραφεί. οι μεταγενέστεροι θεωρητικοί ανέλαβαν την αποστολή να εξηγήσουν για πιο λόγο ένα άτομο έμαθε να στρέφει τις αντιδράσεις θύμου προς τον εαυτό του και ποιες λειτουργιές εξυπηρετούνται από την διατήρηση ενός τέτοιου πρότυπου.
Έκτος από την περίπτωση στην οποία είναι τόσο διαταραγμένοι ώστε να μην είναι σε θέση να λειτουργήσουν φυσιολογικά, τα περισσότερα καταθλιπτικά άτομα εύκολα εμπνέουν συμπάθεια και θαυμασμό . Επειδή κατευθύνουν την εχθρικότατα και την κριτική προς τον εαυτό τους και όχι προς τα έξω. Συνήθως επιδεικνύουν γενναιοδωρία , ευαισθησία και συμπόνια χωρίς όρια . Επειδή δεν αμφισβητούνται εύκολα από τους άλλους και αγωνίζονται για τη διατήρηση των διαπροσωπικών τους σχέσεων ακόμα και αν χρειαστεί να κάνουν πολλές παραχωρήσεις , από τη φύση τους αντιμετωπίζουν θετικά την θεραπεία.
Δυο είδη κατάθλιψης ,που συνήθως ονομάζονται<< ενδοβλητική>> (ενοχή) και << ανακλητική>> (εξαρτημένη από κάποιο γεγονός ) , εξακολουθούν να εμφανίζονται ως ξεχωριστές έννοιες στην έρευνα που πραγματοποιήθηκε από ερευνητές ψυχαναλυτικής και γνωστικής κατεύθυνσης .Όταν τα ενδοβλητικά σταθεροποιούνται στην προσωπικότητα , το αποτέλεσμα είναι η ψυχολογία που περιγράφεται εδώ. Όταν τα ανακλητικά πρότυπα διεισδύουν στο χαρακτήρα , τότε εμφανίζεται ο καταθλιπτικός τύπος του ναρκισσιστικού ατόμου .
Στην πορεία εξέλιξης της ψυχαναλυτικής κλινικής θεωρίας. απλούστερες λειτουργικές απόψεις , για παράδειγμα , η επιθετικότητα που είναι στραμμένη προς τον εαυτό έναντι της επιθετικότητας που είναι στραμμένη προς τα έξω , υποχώρησαν και δόθηκε προσοχή στις διεργασίες εσωτερίκευσης που περιέγραψε πρώτος ο Freud στο έργο του Πένθος και Μελαγχολία και τις οποίες ο Abraham όρισε ως <<ταύτιση του καταθλιπτικού ατόμου με το χαμένο αντικείμενο της αγάπης>>. Οι ψυχαναλυτές άρχισαν να δίνουν έμφαση στην σπουδαιότητα της διεργασίας ενσωμάτωσης στην κατάθλιψη προσφέροντας παρά πολλά στην ικανότητα θεραπευτικής αντιμετώπισης της δυσθυμικής διαταραχής.
Το είδος της ενδοβολής που χαρακτηρίζει τα καταθλιπτικά άτομα είναι η ασυνείδητη εσωτερίκευση των πιο μισητών ιδιοτήτων ενός αντικείμενου αγάπης του παρελθόντος . Το άτομο θυμάται τα θετικά χαρακτηριστικά του απολεσθέντος αντικειμένου , ενώ βιώνει τα αρνητικά του χαρακτηριστικά ως κομμάτι του εαυτού.
Η στροφή ενάντια στον εαυτό , ένας ακόμη μηχανισμός άμυνας που παρατηρείται συχνά στα καταθλιπτικά άτομα, αποτελεί μια λιγότερο αρχαϊκή απόρροια της ενδοβλητικής δυναμικής που περιγράφηκε παραπάνω . Η ενδοβολή , ως έννοια , καλύπτει τη συνολικότερη εμπειρία της βίωσης της μη πληρότητας χωρίς το αντικείμενο . Επιπλέον , περιλαμβάνει την ενσωμάτωση αυτού του αντικειμένου στην αίσθηση του εαυτού προκειμένου το άτομο να αισθανθεί ολοκληρωμένο , ακόμη και αν αυτό σημαίνει αναπαράσταση του εαυτού προκειμένου το άτομο να αισθανθεί ολοκληρωμένο, ακόμη και αν αυτό σημαίνει ότι στην αναπαράσταση του εαυτού του θα συμπερίλαβε την αίσθηση της κακότητας που προέρχεται από επώδυνες εμπειρίες με το αντικείμενο . Άνθρωποι που συχνά γκρινιάζουν, είναι ουσιαστικά καταθλιπτικοί που δεν αντέχουν ένα βαθύτερο επίπεδο θλίψης και προβάλλουν την εσωτερική αίσθηση ανημπόριας στους άλλους. Με αυτόν τον τρόπο γίνονται ιδιαίτερα επικριτικοί και θεωρούν ανίκανους τους υπόλοιπους. Η κλινική εμπειρία αποδεικνύει περίτρανα την τάση των ανθρώπων να προτιμούν τη βίωση της πιο παράλογης ενοχής αντί να παραδέχονται την ανημπόρια τους.
Τα παιδία είναι από τη φύση τους εξαρτημένα. Εάν τα άτομα από τα οποία εξαρτώνται είναι αναξιόπιστα ή έχουν αρνητικές προθέσεις απέναντί τους , τότε τα παιδιά έχουν δυο επιλογές : είτε να αντιμετωπίσουν την οδυνηρή πραγματικότητα και να ζήσουν με τον φόβο είτε να αρνηθούν την πραγματικότητα και να υιοθετήσουν την πεποίθηση ότι η πηγή της δυστυχίας τους βρίσκεται στον εαυτο τους και ότι, συνεπώς, η βελτίωση του εαυτού τους μπορεί να μεταβάλει τις συνθήκες της ζωής τους. Η στροφή ενάντια στον εαυτο είναι ένα αποτέλεσμα το όποιο μπορεί να προβλεφθεί, όταν στο ιστορικό του κυριαρχεί η συναισθηματική ανασφάλεια.
Μερικές φορές η ενοχή ενός καταθλιπτικού ατόμου είναι ακατανόητη. Ενός ορισμένου βαθμού ενοχή υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους και οφείλεται στην πολύπλοκη και όχι τόσο καλοκάγαθη φύση μας. Ωστόσο η καταθλιπτική ενοχή ξεφεύγει από αυτή τη μορφή και σε συχνότητα και σε ένταση.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Η πιο σημαντική συνθήκη για τη θεραπεία ενός καταθλιπτικά οργανωμένου ατόμου είναι η δημιουργία μιας ατμόσφαιρας αποδοχής, σεβασμού και κατανόησης. Η ανάλυση της υπόθεσης που κάνουν οι καταθλιπτικοί ασθενείς ότι ο θεραπευτής χωρίς άλλο θα τους απορρίψει και η επίγνωση ενός θεραπευτή των προσπαθειών τους να είναι ‘καλοί’ για να αποφύγουν την απόρριψη, συνιστούν ένα μεγάλο τμήμα της θεραπείας. Για τους ασθενείς που διαθέτουν ένα υψηλότερο λειτουργικό επίπεδο, το περίφημο ψυχαναλυτικό ντιβάνι είναι ιδιαίτερα χρήσιμο, επειδή μέσω της χρήσης του τέτοια θέματα έρχονται γρήγορα στο επίκεντρο της προσοχής
Mε τους καταθλιπτικούς ασθενείς είναι ανάγκη να διερευνούνται και να ερμηνεύονται οι αντιδράσεις τους απέναντι στον αποχωρισμό, ακόμη και στον αποχωρισμό τους από το θεραπευτή μέσω της βραχύχρονης σιωπής κατά τη διάρκεια της συνεδρίας. Οι μακρόχρονες παύσεις θα πρέπει να αποφεύγονται, γιατί σε έναν βαριά καταθλιπτικό ασθενή υποκινούν το συναισθήματα ότι ο ίδιος δεν παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον για το θεραπευτή, είναι ανάξιος, ανήμπορος και παραμένει έρμαιο των καταστάσεων. Τα καταθλιπτικά άτομα είναι πολύ ευαίσθητα στην εγκατάλειψη και νιώθουν δυστυχισμένα όταν μένουν μόνα τους. Επιπλέον, βιώνουν την απώλεια ως αποτέλεσμα και απόδειξη της κακότητάς τους.
Είναι εύκολο να συμπαθήσει κανείς τους καταθλιπτικούς ασθενείς. Προσκολλώνται γρήγορα στο θεραπευτή, θεωρούν καλοπροαίρετους τους στόχους του ακόμα και όταν αισθάνονται ότι υφίστανται κριτική, συγκινούνται από την ανσυναίσθηση που εκφράζει ο θεραπευτής, εργάζονται σκληρά για να είναι ΄΄ καλοί ‘’ στο ρόλο τους και εκτιμούν το παραμικρό δείγμα ενόρασης σα να ήταν μπουκιές δυναμωτικής τροφής. Έχουν την τάση να εξιδανικεύουν το θεραπευτή τους, θεωρώντας τον ηθικό άτομο, σε αντίθεση με την υποκειμενική τους κακότητα, αλλά όχι με τον άδειο και χωρίς σύνδεση με τα συναισθήματα τρόπο που εξιδανικεύουν οι ναρκισσιστικοί ασθενείς. Τα πιο υγιή καταθλιπτικά άτομα τρέφουν μεγάλο σεβασμό για το κύρος του θεραπευτή τους, τον θεωρούν ξεχωριστό, αληθινό ανθρώπινο πλάσμα που νοιάζεται για αυτούς και προσπαθούν σκληρά να μην τον επιβαρύνουν.
Οι καταθλιπτικοί ασθενείς έχουν την χρόνια πεποίθηση ότι το ενδιαφέρον του θεραπευτή και ο σεβασμός του προς το πρόσωπό τους θα εξαφανιζόταν αν εκείνος τους γνώριζε πραγματικά. Αυτή η πεποίθηση μπορεί να εμμένει για μήνες ή και για χρόνια, ακόμη και αν οι ασθενείς έχουν αναφέρει καθετί αρνητικό για τον εαυτό τους και έχουν λάβει μόνο σταθερή αποδοχή από το θεραπευτή τους.
ΑΝΤΙΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ
Η αντιμεταβίβαση με αυτούς τους ασθενείς κυμαίνεται από την απλή συμπάθεια έως τις παντοδύναμες φαντασιώσεις διάσωσης, και αυτό εξαρτάται από τη βαρύτητα των καταθλιπτικών θεμάτων που βασανίζουν έναν ασθενή. Τέτοιες αντιδράσεις συνιστούν μια συμπληρωματική αντιμεταβίβαση. Παράδειγμα είναι η φαντασίωση ενός θεραπευτή ότι είναι ο καλός πατέρας, η καλή μητέρα, ή ο ευαίσθητος και δεκτικός γονέας που ο ασθενής του δεν είχε ποτέ. Αυτές οι επιθυμίες γίνονται αντιληπτές ως απάντηση στην ασυνείδητη πεποίθηση ενός καταθλιπτικού ασθενή ότι η ίαση επέρχεται μέσα από την έκφραση απεριόριστης αγάπης και ολοκληρωτικής κατανόησης. Υπάρχει επίσης, μια αρμονική αντιμεταβίβαση που είναι οικεία στους θεραπευτές καταθλιπτικών ασθενών όπου ένας θεραπευτής μπορεί να νοιώθει αποθαρρυμένος, άχρηστος, γεμάτος από σφάλματα, απαισιόδοξος και ανίκανος για να βοηθήσει έναν καταθλιπτικό ασθενή. Οι καταθλιπτικές στάσεις είναι μεταδοτικές για αυτό χρειάζεται σαν θεραπευτές να εποπτεύουμε συνεχώς τα συναισθήματά μας και τους θεραπευτικούς χειρισμούς.
Σεφεριάδης Δημήτρης
Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπευτής
|