Μαθησιακές Δυσκολίες: Δυσλεξία
Στη σημερινή εποχή ακούμε πολύ
συχνά τον όρο «δυσλεξία». Όλο και περισσότερα παιδιά χαρακτηρίζονται ως
«δυσλεξικά» από τους δασκάλους του γενικού σχολείου και παραπέμπονται για
διάγνωση σε κάποια αρμόδια υπηρεσία (ΚΕΔΔΥ). Ο όρος αυτός, όμως,
χρησιμοποιείται πολλές φορές καταχρηστικά για να περιγράψει κάθε είδους
μαθησιακή αποτυχία. Έτσι βλέπουμε συχνά παιδιά με οριακή νοητική ικανότητα ή
ψυχο-συναισθηματικές δυσκολίες που αποτυγχάνουν στα σχολικά μαθήματα να
καλύπτονται αδιακρίτως από την «ομπρέλα της δυσλεξίας», χωρίς να αντιμετωπίζουν
στην πραγματικότητα τη συγκεκριμένη διαταραχή.
Επιπλέον, οι απαιτήσεις του
σχολείου συνεχώς αυξάνονται. Τα παιδιά του Δημοτικού σχολείου είναι υποχρεωμένα
να αφομοιώσουν όλο και πιο σύνθετες γνώσεις σε συντομότερο χρονικό διάστημα απ’
ότι στο παρελθόν. Αυτό συμβαίνει λόγω της διαρκώς διευρυνόμενης επιστημονικής
γνώσης, αλλά και των αυξανόμενων απαιτήσεων για εξειδίκευση από τη σύγχρονη
αγορά εργασίας. Το γεγονός αυτό έχει σαν αποτέλεσμα πολλά παιδιά που στο
παρελθόν θα κατάφερναν να επιτύχουν στο σχολείο, σήμερα να αποτυγχάνουν.
Οι γονείς θα πρέπει να είναι
ενήμεροι ότι οι πιθανοί λόγοι σχολικής
αποτυχίας είναι πολλοί και διαφορετικοί. Κατά συνέπεια το κάθε παιδί που
αντιμετωπίζει προβλήματα με τα μαθήματα θα πρέπει, αφού προσδιοριστεί από τους
ειδικούς η αιτία, να τυγχάνει διαφορετικής παρέμβασης.
Όσον αφορά τη δυσλεξία, είναι μια ειδική μαθησιακή
διαταραχή με κύριο χαρακτηριστικό της τη δυσκολία εκμάθησης της ανάγνωσης, παρά
τη φυσιολογική νοημοσύνη του παιδιού και τη συνήθη διδασκαλία. Υπάρχουν και
άλλες ειδικές μαθησιακές δυσκολίες,
όπως η δυσγραφία, η δυσορθογραφία και η δυσαριθμησία, που η κάθε μία αναφέρεται
σε διαφορετικό τομέα της σχολικής μάθησης. Τα αίτιά τους δεν είναι πλήρως
γνωστά μέχρι σήμερα, αλλά το πιθανότερο είναι να οφείλονται σε κάποια ελαφρά
νευρολογική δυσλειτουργία του εγκεφάλου.
Οι ειδικές μαθησιακές δυσκολίες
έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που ένας ειδικός παιδαγωγός είναι σε θέση να
διακρίνει μέσω άτυπων δοκιμασιών ανάγνωσης, γραφής και αρίθμησης στις οποίες θα
υποβάλλει το παιδί κατά την αξιολόγηση. Όμως η άτυπη αξιολόγηση δεν αρκεί για
τη διάγνωση των μαθησιακών δυσκολιών. Είναι απαραίτητο να γίνει έγκυρη διάγνωση
μέσω του Αθηνά τεστ διάγνωσης
μαθησιακών δυσκολιών που είναι το πιο αξιόπιστο εργαλείο που διαθέτουμε
στην Ελλάδα, καθώς έχει σταθμιστεί σε μεγάλο πληθυσμό παιδιών και διαθέτει
τυπικούς βαθμούς ανάπτυξης για κάθε ηλικία από 5 έως 10 ετών. Έτσι διάγνωση
μαθησιακών δυσκολιών μπορεί να γίνει από
την ηλικία των 5 ετών, ενώ το παιδί φοιτά στο Νηπιαγωγείο.
Αφού προσδιοριστεί από τον ειδικό
παιδαγωγό η φύση των δυσκολιών του παιδιού, θα πρέπει να καταρτιστεί εξατομικευμένο πρόγραμμα παρέμβασης που
θα στοχεύει στη βελτίωση των επιδόσεων του παιδιού σε συγκεκριμένους τομείς
μάθησης, αξιοποιώντας παράλληλα τις ικανότητες που έχει ήδη κατακτήσει.
Υπάρχει περίπτωση ο ειδικός παιδαγωγός να συστήσει στους
γονείς οφθαλμολογικές ή ακουολογικές εξετάσεις του παιδιού, λογοθεραπευτική ή
εργοθεραπευτική αξιολόγηση ή εκτίμηση από παιδοψυχολόγο, εάν τα ευρήματα της διαγνωστικής
αξιολόγησης συνηγορούν σε κάτι τέτοιο. Με τη συνεργασία της διαγνωστικής ομάδας
θα επιτευχθεί ο αποκλεισμός άλλων πιθανών προβλημάτων, αλλά και η κατάρτιση του
καταλληλότερου προγράμματος παρέμβασης για το συγκεκριμένο παιδί, λαμβάνοντας
υπόψην τις αδυναμίες και τα δυνατά του σημεία.
Οι γονείς έχουν σημαντικό ρόλο σε όλη αυτή τη διαδικασία, καθώς
μπορούν να δώσουν το εξελικτικό ιστορικό του παιδιού και είναι εκείνοι που
γνωρίζουν το παιδί τους καλύτερα απ’ τον καθένα. Είναι επιφορτισμένοι με το
καθήκον να παρατηρήσουν αρχικά σημάδια δυσκολίας του παιδιού να μάθει τα πρώτα
γράμματα, αλλά και να το υποστηρίξουν σε ολόκληρη την
προσπάθειά του από τη στιγμή που θα διαγνωσθούν μαθησιακές δυσκολίες.
Πότε
οι γονείς θα πρέπει να αναζητήσουν τη βοήθεια ειδικού παιδαγωγού:
α. Στο
Νηπιαγωγείο, εάν το παιδί:
1. δεν αναγνωρίζει κανένα γράμμα της αλφαβήτου, παρ’ότι στο σχολείο έχουν
διδαχθεί ήδη αρκετά γράμματα.
2. δεν αναγνωρίζει τους αριθμούς μέχρι το 10.
3. δυσκολεύεται να μετρήσει προφορικά μέχρι το 10.
4. δυσκολεύτεται να διακρίνει το μεγάλο από το μικρό, το πάνω από το κάτω ή
το πριν από το μετά.
5. δεν μπορεί να χωρίσει απλές λέξεις (τύπου Σύμφωνο-Φωνήεν π.χ. γάτα,
καπέλο) σε συλλαβές προφορικά.
6. δεν μπορεί να κρατήσει σταθερά το μολύβι και να τραβήξει γραμμές.
7. δεν κατανοεί ικανοποιητικά μικρή ιστορία κατάλληλη για την ηλικία του
που του διηγούνται.
β. Στο Δημοτικό
σχολείο, εάν το παιδί:
1. δυσκολεύεται να αναγνωρίσει ορισμένα γράμματα ή τα συγχέει με άλλα.
2. γράφει καθρεπτικά (π.χ. 3 αντί ε)
3. κομπιάζει στην ανάγνωση ή διαβάζει συλλαβιστά.
4. αντικαθιστά γράμματα ή συλλαβές ενώ διαβάζει ή γράφει.
5. παραλείπει ή προσθέτει γράμματα ή συλλαβές ενώ διαβάζει ή γράφει.
6. έχει πολύ δυσανάγνωστο γραφικό χαρακτήρα.
7. δεν τηρεί τις αποστάσεις μεταξύ των λέξεων και δεν χρησιμοποιεί σημεία
στίξης όταν γράφει.
8. δεν τηρεί τους ορθογραφικούς κανόνες που έχει διδαχθεί ενώ γράφει.
9. δεν κατανοεί ικανοποιητικά αυτό που διαβάζει ή δυσκολεύεται να μάθει
κάτι απ’ έξω.
10. συγχέει τα σύμβολα των αριθμητικών πράξεων (+ -).
11. δυσκολεύεται να κατανοήσει το μηχανισμό της πρόσθεσης και της
αφαίρεσης.
12. δυσκολεύεται να διακρίνει το αριστερό από το δεξί.
13. ξεχνά συνεχώς τα πράγματά του στο σχολείο ή τα βιβλία του στο σπίτι.
14. δεν θέλει να διαβάσει γιατί «δεν καταλαβαίνει» ή δυσκολεύεται.
Παπαστεφάνου Φιλιώ
Ειδική Παιδαγωγός
|