Τα διλήμματα του νηπιαγωγείου
Το δίλημμα αν θα αφήσουν τα τετράχρονα παιδιά τους να εισχωρήσουν στην προσχολική εκπαίδευση, κάτω από τις τριτοκοσμικές συνθήκες που υπάρχουν σε αρκετά δημόσια νηπιαγωγεία, ή πληρώνοντας αδρά τα ιδιωτικά, καλούνται να αντιμετωπίσουν οι γονείς της χώρας, μετά από την επερχόμενη ισχύ του μέτρου της διετούς υποχρεωτικής φοίτησης στο νηπιαγωγείο.
Πόσο καλό θα κάνει στα τετράχρονα παιδιά να περάσουν την πόρτα του σχολείου τόσο νωρίς; Όπως τονίζει ο κ. Δημήτρης Σεφεριάδης, Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπευτής, υπεύθυνος του Κέντρου Ψυχολογίας και Ψυχοθεραπείας, σε αυτή τη φάση, στην ηλικία των 4-5 ετών, το παιδί προσπαθεί να κατανοήσει τους κανόνες του περιβάλλοντός του και να τα ανακαλύψει όλα. Χρησιμοποιεί τη φαντασία του και την εφευρετικότητά του. «Αν το παιδί δεν ενθαρρυνθεί σε αυτή τη δραστηριότητα, τότε βιώνει συναισθήματα ενοχής και τύψεων. Ενοχή γι’ αυτά που δεν εκτέλεσε με επιτυχία και τύψεις για τυχόν παραβάσεις στις επιταγές των γονιών του ή του περιβάλλοντός του», υποστηρίζει και προσθέτει: «Ταυτόχρονα σε αυτή την ηλικία με τη δυνατότητα άρθρωσης λόγου, τον ικανοποιητικό βαθμό επικοινωνίας και την κατάκτηση του ελέγχου της ούρησης και της αφόδευσης τα παιδιά αποκτούν μια σχετική αυτονομία. Με την κατανόηση της παρουσίας του πατέρα και του ρόλου του ως τρίτου στη σχέση μητέρας-παιδιού, έχει ήδη αρχίσει η κοινωνικοποίηση. Η δημιουργία σχέσεων και εκτός του πυρήνα της οικογένειας, αυξάνει το βαθμό κοινωνικοποίησης».
Όπως αναφέρει ο κ. Σεφεριάδης, παρ’ ότι αναπτυξιακά το παιδί έχει τη δυνατότητα παρακολούθησης τέτοιων προγραμμάτων, συναισθηματικά είναι ακόμα ευάλωτο. «Είναι γνωστό πια, ότι ψυχικά τραύματα μέχρι την ηλικία των 6-8 ετών που αφήνουν μνημονικά ίχνη στον εγκέφαλο επηρεάζουν την ψυχοσυναισθηματική ζωή του ενήλικα. Θα έλεγα ότι σε αυτή την ηλικία χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στη διαχείριση της επιτυχίας ή της αποτυχίας σε μια προσπάθεια ή σε μια δραστηριότητα, στον τρόπο απορρόφησης της επιθετικότητάς του, αλλά και στη ρύθμιση του άγχους και των φοβιών του. Από την άλλη χρειάζεται ενίσχυση των προσωπικών ικανοτήτων του παιδιού και των αναπτυξιακών δυνατοτήτων. Οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να έχουν στο νου τους ότι έχουν να κάνουν με παιδιά στα οποία η ανάπτυξη, σωματική και ψυχική, εξελίσσεται. Εδώ και 15-20 χρόνια εξαιτίας των νέων συνθηκών ζωής, πολλοί γονείς, ίσως η πλειονότητα, στέλνουν τα παιδιά τους σε βρεφονηπιακούς σταθμούς ή σε τμήματα προσχολικής αγωγής», δηλώνει ο ίδιος.
Όπως εξηγεί ο κ. Σεφεριάδης, πέρα από την κοινωνικοποίηση και τη νοητική οργάνωση, στο σχολικό περιβάλλον υπάρχει η δυνατότητα να διαγνωστούν και να επισημανθούν αναπτυξιακά και ψυχικά προβλήματα σε συνεργασία με ψυχολόγους και παιδοψυχιάτρους, ώστε να επιλυθούν από πολύ νωρίς. «Όμως, από την άλλη μεριά θα πρέπει να δούμε τις δυνατότητες του εκπαιδευτικού συστήματος να ανταπεξέλθει σε αυτή την πρόταση. Γνωρίζουμε ότι η εκπαίδευση και μετεκπαίδευση των δασκάλων, σε θέματα ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης είναι ελλιπής και εξαρτάται από την πρωτοβουλία του κάθε εκπαιδευτικού. Επίσης, το σχολείο φαίνεται να είναι αποκομμένο, με τον τρόπο που λειτουργεί, από τις τρέχουσες εμπειρίες του παιδιού, την οικογενειακή και κοινωνική του ζωή και η επικοινωνία μεταξύ σχολείου και σπιτιού περιορίζεται μόνο σε θέματα γενικά και επουσιώδη. Ακόμα γνωρίζουμε ότι μερικές φορές το σχολείο όχι μόνο δεν συμβάλλει στην επίλυση των προβλημάτων, αλλά αντίστροφα μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στα παιδιά. Είναι γνωστό, επίσης, ότι το κύρος των εκπαιδευτικών είναι πολύ χαμηλό στη χώρα μας και ο βαθμός ανεξαρτησίας του σχολείου από την κεντρική διοίκηση είναι πολύ χαμηλός. Ξέρουμε ακόμα ότι οι διέξοδοι για δημιουργική απασχόληση και ψυχαγωγία μέσα στο σχολείο είναι περιορισμένες. Εδώ πρέπει να τεθεί και ένα κύριο κατά τη γνώμη μου ερώτημα. Τα παιδιά παρά τους φυσικούς περιορισμούς που έχουν, μπορούν να ακολουθήσουν ένα πρόγραμμα που να είναι στα μέτρα τους, η κεντρική διοίκηση και το εκπαιδευτικό σύστημα έχουν τη δυνατότητα να ανταπεξέλθουν σε ένα τέτοιο πρόγραμμα; Υπάρχουν αίθουσες που να καλύπτουν το σύνολο των παιδιών; Υπάρχουν καταρτισμένοι εκπαιδευτικοί; Υπάρχουν παιδοψυχολόγοι στα σχολεία; Υπάρχει ειδικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα για αυτές τις ηλικίες;».
Μάλιστα, όπως τονίζει ο ίδιος, πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει ότι η κοινωνικοποίηση και οι επιδόσεις των παιδιών εξαρτώνται όχι από το αναλυτικό διδακτικό πρόγραμμα, αλλά από τη δομή και οργάνωση του σχολικού περιβάλλοντος. Βρέθηκε, δηλαδή, ότι μεγάλη σημασία έχουν παράγοντες όπως οι συνθήκες εργασίας για τους μαθητές, η προσφορά κινήτρων, οι δυνατότητες που έχουν οι μαθητές να αναλάβουν ευθύνες σχετικά με τη λειτουργία του σχολείου, αλλά και οι αξίες και οι στάσεις που επικρατούν στο προσωπικό και οι οποίες αντικατοπτρίζονται στον τρόπο διδασκαλίας. «Επίσης, οι διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ των μελών του προσωπικού , καθώς και οι σχέσεις μεταξύ παιδιών και προσωπικού. Τελειώνοντας θα έλεγα ότι σε κάθε περίπτωση είναι θεμελιακό, να προστατευτεί η ιδιαιτερότητα, η ατομικότητα και η διαφορετικότητα του κάθε μαθητή. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα δοθεί η ευκαιρία για συνεργασία μεταξύ του προσωπικού και των μαθητών, μεταξύ του σχολείου και των γονιών και μεταξύ των παιδιών», καταλήγει ο κ. Σεφεριάδης
|